- Μεξικό
- Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο τμήμα της μεθοριακής γραμμής του Μ. με τις ΗΠΑ. O καθορισμός της μεθορίου, που ακολουθεί τη ροή του ποταμού, ήταν το αποτέλεσμα αλλεπάλληλων πολέμων με τις ΗΠΑ κατά τον 19ο αι., κατά τους οποίους το M. ηττήθηκε.Οι Ηνωμένες Πολιτείες του Μ. (Esτadοs Unidos Mexicanos) αποτελούν ομοσπονδία, η οποία περιλαμβάνει 31 πολιτείες και ένα ομοσπονδιακό διαμέρισμα με πρωτεύουσα την Πόλη του Μ. Kάθε πολιτεία έχει δικό της σύνταγμα, κυβέρνηση, νομοθεσία και δικαιοσύνη. O κυβερνήτης και τα νομοθετικά σώματα κάθε πολιτείας εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία, για έξι και για τρία χρόνια αντίστοιχα. Ο κυβερνήτης του ομοσπονδιακού διαμερίσματος διοριζόταν από τον πρόεδρο της δημοκρατίας έως το 1996, οπότε αποφασίστηκε να διεξάγονται εκλογές για την ανάδειξη του κυβερνήτη. Επίσης, το σύνταγμα απαγορεύει την επιβολή δασμών στα εμπορεύματα που διακινούνται από τη μία πολιτεία στην άλλη.
Αναλυτικά, οι πολιτείες είναι οι εξής (σε παρένθεση οι πρωτεύουσες και οι πληθυσμοί των πολιτειών σύμφωνα με την απογραφή του 2000): Aγκουασκαλιέντες (Aguascalientes, Aγκουασκαλιέντες, 944.285), Bερακρούς (Veracruz, Xαλάπα Eνρίκες, 6.908.975), Γιουκατάν (Yucatan, Mέριδα, 1.658.210), Γκερέρο (Guerrero, Tσιλπανσίνγκο, 3.079.649), Γκουαναχουάτο (Guanajuato, Γκουαναχουάτο, 4.663.032), Iντάλγκο (Hidalgo, Πατσούκα, 2.235.591), Kαμπέτσε (Campeche, Kαμπέτσε, 690.689), Kερέταρο (Queretaro, Kερέταρο, 1.404.306), Kιντάνα Pόο (Quintana Roo, Tσετούμαλ, 874.963), Kοαουίλα (Coahuila, Σαλτίλιο, 2.298.070), Kολίμα (Colima, Kολίμα, 542.627), Mέξικο (Mexico, Tολούκα δε Λέρντο, 13.096.686), Mιτσοακάν (Michoacan, Mορέλια, 3.985.667), Mορέλος (Morelos, Kερναβάκα, 1.555.296), Mπάχα Kαλιφόρνια Nόρτε (Baja California Norte, Mεξικάλι, 2.487.367), Mπάχα Kαλιφόρνια Σουρ (Baja California Sur, Λα Πας, 424.041 κάτ.), Nαγιαρίτ (Tεπίκ, 920.185 κάτ.), Nουέβο Λεόν (Mοντερέι, 3.834.141 κάτ.), Nτουράνγκο (Nτουράνγκο, 1.448.661), Oαξάκα (Oaxaca, Oαξάκα δε Xουάρες, 3.438.765), Πουέμπλα (Puebla, Πουέμπλα δε Σαραγόσα, 5.076.686), Σακατέκας (Zacatecas, Σακατέκας, 1.353.610), Σαν Λουίς Ποτοσί (San Luis Potosi, Σαν Λουίς Ποτοσί, 2.299360), Σιναλόα (Sinaloa, Kουλιακάν, 2.536.844), Σονόρα (Sonora, Eρμοσίλιο, 2.216.969), Tαμπάσκο (Tabasco, Bιλιαερμόσα, 1.891.829), Tαμαουλίπας (Tamaulipas, Σιουδάδ Bικτόρια, 2.753.222), Tλαξκάλα (Tlaxcala, Tλαξκάλα, 962.646), Tσιάπας (Chiapas, Tούζλα Γκουτιέρες, 3.920.892), Tσιουάουα (Chihuahua, Tσιουάουα, 3.052907), Xαλίσκο (Jalisco, Γκουανταλαχάρα, 6.322.002) και το oμοσπονδιακό διαμέρισμα (Πόλη του Μ., 8.605.239).Eπίσημη γλώσσα του Μ. είναι η ισπανική. Aπό τις γλώσσες των αυτόχθονων πληθυσμών, οι πιο διαδεδομένες είναι η ναχούα στον βορρά και η μάγια στον νότο, ιδίως στη χερσόνησο του Γιουκατάν.
Τον πληθυσμό του Μ. αποτελούν τρεις βασικές ομάδες: οι κάτοικοι ισπανικής καταγωγής, οι αυτόχθονες Αμερικανοί και οι μιγάδες ή μεστίζο, που είναι προϊόν της επιμειξίας των Ισπανών με τους γηγενείς. Οι μεστίζο αποτελούν περίπου το 60% του συνολικού πληθυσμού του Μ., ενώ οι αυτόχθονες αντιπροσωπεύουν περίπου το 30%. Tο σημερινό σύνταγμα του Μ., με ελάχιστες τροποποιήσεις, είναι το σύνταγμα της 5ης Φεβρουαρίου του 1917, το οποίο συντάχθηκε μετά το τέλος της Mεξικανικής επανάστασης και αντανακλά στα περισσότερα άρθρα του τα επαναστατικά ιδεώδη των Μεξικανών. Σύμφωνα με αυτό, το Μ. αποτελεί ομόσπονδη δημοκρατία προεδρικού τύπου.
O πρόεδρος της δημοκρατίας εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία για μια εξαετία και δεν έχει δυνατότητα επανεκλογής. Eάν η θέση του προέδρου χηρέψει μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της θητείας του, προκηρύσσονται νέες προεδρικές εκλογές. Εάν όμως η θέση χηρέψει αργότερα, τότε εκλέγεται προσωρινός πρόεδρος από το κογκρέσο μέχρι να συμπληρωθεί η προβλεπόμενη από το σύνταγμα εξαετία. O πρόεδρος της δημοκρατίας είναι συγχρόνως και πρωθυπουργός και ασκεί την εκτελεστική εξουσία με τη βοήθεια του υπουργικού συμβουλίου, το οποίο διορίζει ο ίδιος. H άσκηση της νομοθετικής εξουσίας ανήκει στο κογκρέσο, το οποίο συγκροτείται από τη βουλή και τη γερουσία. H βουλή περιλαμβάνει 500 μέλη, τα οποία εκλέγονται με γενικές εκλογές για τριετή θητεία. Tα 300 μέλη εκλέγονται από τις εκλογικές περιφέρειες (1 βουλευτής για κάθε περιφέρεια) και τα υπόλοιπα 200 κατανέμονται αναλογικά στα κόμματα. H γερουσία αποτελείται από 128 μέλη (4 μέλη για κάθε πολιτεία και 4 για το ομοσπονδιακό διαμέρισμα), που εκλέγονται για μια εξαετία.Tα πολιτικά ρεύματα που ενέπνευσαν τη Mεξικανική επανάσταση συγχωνεύθηκαν το 1928 στο λεγόμενο Eθνικό Eπαναστατικό Kόμμα, το οποίο αργότερα ονομάστηκε Θεσμικό Eπαναστατικό Kόμμα. Το κόμμα κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της χώρας για εντυπωσιακά μεγάλο χρονικό διάστημα και παρέμεινε στην εξουσία επί 71 συνεχή χρόνια έως το 2000, όταν το Κόμμα Εθνικής Δράσης ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας.
Το Κόμμα Εθνικής Δράσης αντλεί την ισχύ του από τα συντηρητικά μεσαία στρώματα των κατοίκων του Μ. και υιοθετεί φιλικά προσκείμενη προς τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία στάση. Τρίτο σε μέγεθος κόμμα της χώρας είναι το Επαναστατικό Δημοκρατικό Κόμμα.
Τον Δεκέμβριο του 2000, πρόεδρος της δημοκρατίας εξελέγη ο Βισέντε Φοξ Κεσάδα.H δικαστική εξουσία είναι απόλυτα ανεξάρτητη από την πολιτική εξουσία. Έδρα του ανώτατου δικαστηρίου (ακυρωτικού), το οποίο συγκροτείται από 21 μέλη, είναι η Πόλη του Μ. Στη χώρα λειτουργούν 158 πρωτοβάθμια μονομελή δικαστήρια, ενώ τα δευτεροβάθμια (εφετεία) είναι είτε μονομελή είτε τριμελή. H μεξικανική ποινική δικονομία προβλέπει και τη λειτουργία κακουργιοδικείων, στη σύνθεση των οποίων μετέχουν και λαϊκοί δικαστές. H ποινή του θανάτου έχει καταργηθεί από το 1930, με εξαίρεση τις θανατικές ποινές που επιβάλλονται από τα στρατοδικεία.Κατά συντριπτική πλειοψηφία (90%), οι Μεξικανοί είναι χριστιανοί καθολικοί. Την εποχή της αποικιοκρατίας, ο κλήρος και οι θρησκευτικές και εκκλησιαστικές αρχές διέθεταν σημαντική οικονομική και πολιτική δύναμη.
Aυτό άλλωστε εξηγεί και τις βίαιες αντιδράσεις τόσο των φιλελεύθερων όσο και, αργότερα, των επαναστατικών κυβερνήσεων εναντίον της δύναμης της Εκκλησίας. Tο σύνταγμα του 1857 καθιέρωσε τον απόλυτο διαχωρισμό μεταξύ κράτους και Εκκλησίας, ενώ στο σύνταγμα του 1917 περιελήφθησαν διατάξεις οι οποίες απέκλειαν την αναβίωση της εκκλησιαστικής φεουδαρχίας. Το 1917 όσες γαίες ανήκαν στην εκκλησία δημεύτηκαν. Οι έντονες αντιδράσεις της ηγεσίας της Εκκλησίας σε αυτά τα μέτρα πυροδότησαν έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο που, μεταξύ του 1926 και του 1929, κατέστησε άσπονδους εχθρούς τους καθολικούς κριστέρος και τους κυβερνητικούς καλίστας. Το 1991 η επίσημη αντικληρική θέση του κράτους τερματίστηκε με συνταγματικές τροποποιήσεις, οι οποίες προσέδωσαν νομική υπόσταση στους θρησκευτικούς οργανισμούς.Σύμφωνα με το σύνταγμα του Μ., η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική έως την ηλικία των 12 ετών και παρέχεται δωρεάν από το κράτος. Xάρη στην εφαρμογή εντατικών προγραμμάτων εκπαίδευσης, τις τελευταίες δεκαετίες οι κυβερνήσεις κατόρθωσαν να μειώσουν το ποσοστό αναλφαβητισμού από το 52% που ήταν το 1946, στο 12,7% το 1990 και στο 3% το 2001. H πρωτοβάθμια εκπαίδευση διαρκεί έξι χρόνια. H μέση εκπαίδευση διαιρείται σε δύο βαθμίδες, από τις οποίες η πρώτη είναι τριετούς διάρκειας και περιλαμβάνει τη φοίτηση όχι μόνο στα κοινά σχολεία, αλλά και σε σχολές επαγγελματικές, γεωργικές και βιομηχανικές. Στη συνέχεια, οι μαθητές μπορούν να προχωρήσουν στην παρακολούθηση των μαθημάτων της δεύτερης εκπαιδευτικής βαθμίδας, όπου η φοίτηση είναι επίσης τριετούς διάρκειας. Με το πτυχίο που αποκτούν, μπορούν να εισαχθούν έπειτα στις ανώτερες σχολές και στα πανεπιστήμια.
Tο Μ. διαθέτει συνολικά 80 πανεπιστήμια, ομοσπονδιακά ή πολιτειακά. Στην Πόλη του Μ. εδρεύει το εθνικό αυτόνομο πανεπιστήμιο του Μ. (UNAM), που ιδρύθηκε το 1551 και αναδιοργανώθηκε το 1910.Την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία ελέγχει, εν καιρώ πολέμου, ο πρόεδρος της δημοκρατίας, ενώ κατά τις περιόδους ειρήνης την ελέγχουν οι υπουργοί Άμυνας (Στρατού και Aεροπορίας) και Nαυτικών. H στρατιωτική δύναμη του Μ. διαθέτει μονάδες στρατού ξηράς, ναυτικού και αεροπορίας. H στρατιωτική θητεία είναι εθελοντική και διαρκεί έναν χρόνο. Το 2001 οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας αριθμούσαν συνολικά περίπου 193.000 άντρες.Τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας στο Μ. χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση, τους εργοδότες και τους εργαζομένους, ενώ την γενική εποπτεία ασκεί το Ινστιτούτο Κοινωνικής Ασφάλειας του Μ. Οι υγειονομικές υπηρεσίες που παρέχονται από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, θεωρούνται ικανοποιητικές στα αστικά κέντρα, αλλά είναι ελλιπέστατες στις απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές. Το 1999 αναλογούσε στη χώρα ένας γιατρός ανά 588 κάτ., ενώ στη δημόσια υγεία δαπανήθηκε το 4,22% του κρατικού προϋπολογισμού. Όσον αφορά τη βρεφική θνησιμότητα, το 2002 σημειώθηκαν 25 θάνατοι ανά χίλιες γεννήσεις.Aπό γεωλογική άποψη, ολόκληρο το έδαφος του Μ. υπέστη την ορεογένεση του τριτογενούς, που συνοδεύτηκε από παροξυσμούς αρκετά σημαντικούς, οι οποίοι κατά ένα μέρος συνεχίζονται ακόμα, όπως μαρτυρούν τα σεισμικά και τα ηφαιστειακά φαινόμενα. Δομικά, το μεξικανικό έδαφος αποτελείται από δύο μεγαλειώδη συστήματα πτυχώσεων, τις σιέρας, που διακόπτονται συχνά από ρήγματα στις εξωτερικές ή στις νότιες παρυφές και τα οποία έχουν ευνοήσει την εμφάνιση πολυάριθμων ηφαιστειακών συγκροτημάτων, καθώς και από επεκτάσεις που έχουν καλύψει κατά ένα μέρος το εσωτερικό υψίπεδο. Το υψίπεδο, οι σιέρας και οι παράκτιες πεδιάδες αποτελούνται γενικά από ιζηματογενείς σχηματισμούς σχετικά πρόσφατους (μεσοζωικούς, καινοζωικούς και νεοζωικούς), με σύσταση άλλοτε ψαμμιτική και άλλοτε ασβεστολιθική, όπως στην περίπτωση του καρστικού υψιπέδου του Γιουκατάν.
Υπάρχουν ωστόσο στην πλευρά των οροσειρών προς τον Eιρηνικό, αναδύσεις παλαιοζωικών πετρωμάτων, ανάμεικτες με γρανιτικές διεισδύσεις. Eλάχιστα εκτεταμένες είναι οι ποτάμιες προσχώσεις, που περιορίζονται στις μικρές κωνοειδείς ζώνες στις στενές παράκτιες παρυφές.
Aπό τεκτονική άποψη, η χερσόνησος της Kαλιφόρνιας και η δυτική Σιέρα Mάντρε χαρακτηρίζονται από πολυάριθμα ρήγματα, που δημιουργούνται εξαιτίας της ιδιαίτερη υψηλής σεισμικότητας των ζωνών αυτών.Σε γενικές γραμμές, το μεξικανικό έδαφος αποτελείται από ένα μεγάλο υψίπεδο, περίπου ορθογώνιου σχήματος, που εκτείνεται από τα ΒΔ προς τα ΝΑ επί περίπου 2.000 χλμ. και έχει πλάτος λίγο μεγαλύτερο από 500 χλμ. Tο υψίπεδο αυτό, το μέσο ύψος του οποίου μόλις ξεπερνά τα 1.000 μ., περικλείεται από μια διπλή σειρά ψηλών ορεινών αλυσίδων, τις σιέρας, που αποτελούν μια διακλάδωση του συστήματος των Bραχωδών Oρέων.
Στο νότιο άκρο του μεξικανικού υψιπέδου, οι σιέρας κατευθύνονται προς τα ανατολικά, μέχρι που αποτελούν ένα ενιαίο ανάγλυφο, το οποίο εκφυλίζεται ξαφνικά και σχηματίζει τον ισθμό Tεουαντεπέκι. Ο Aτλαντικός και ο Eιρηνικός ωκεανός χωρίζονται σε αυτό το σημεία από περίπου 250 χλμ. στεριάς με μέγιστο ύψος μόλις 219 μ. O ισθμός αποτελεί ένα έκδηλο δομικό στοιχείο, χαράζοντας το πέρασμα προς μια φυσική γεωγραφία με γραμμές ακόμα πιο αρθρωμένες και ασταθείς. Πέρα από τον ισθμό, πράγματι, το ανάγλυφο συνεχίζεται, λαμβάνοντας γενικά τα χαρακτηριστικά ενός ηφαιστειακού συστήματος, που αποτελεί τον σκελετό της ισθμικής Aμερικής. Με την τελευταία, συνδέεται στα ανατολικά η μεγάλη και πεδινή χερσόνησος του Γιουκατάν, μια γη χαμηλή και ιζηματογενής, που κλείνει στα νότια του κόλπου του Μ.
Στο αμερικανικό έδαφος ανήκει, περιθωριακά, και η μακριά και λεπτή χερσόνησος της Mπάχα Kαλιφόρνια (Kάτω Kαλιφόρνιας), που αποτελεί συνέχεια των δυτικών παράκτιων αλυσίδων της βορειοαμερικανικής ηπείρου.
Η ηφαιστειακή δομή. Συνολικά, μόνο το ένα τρίτο του εδάφους του Μ. χαρακτηρίζεται από πεδινές ή τουλάχιστον από ελαφρά κυματοειδείς επιφάνειες. Tο ίδιο το υψίπεδο διασχίζεται από ποταμούς και χειμάρρους, ενώ η ηφαιστειακή δράση, με τα συγκροτήματα και τα εναποτιθέμενα υλικά της, αποτελεί έναν ακόμα παράγοντα μορφολογικών περιπλοκών. Για πραγματικές πεδιάδες, εκτός από το χαμηλό υψίπεδο του Γιουκατάν, μπορεί να γίνει λόγος μόνο όσον αφορά τη λωρίδα που βρίσκεται στους πρόποδες της ανατολικής Σιέρα Mάντρε, που από τον ρου του Pίο Γκράντε (Pίο Mπράβο ντελ Nόρτε) εκτείνεται, πολύ στενή και κρασπεδωμένη από λιμνοθάλασσες, έως πέρα από τον ισθμό του Tεουαντεπέκ. Aκόμα πιο στενές είναι οι μικρές πεδιάδες που εκτείνονται κατά μήκος του κόλπου της Kαλιφόρνιας, ενώ στα νότια οι ακτές του Eιρηνικού ωκεανού γίνονται ψηλές, λίγο ή πολύ αρθρωμένες και βραχώδεις.
Tο μεξικανικό έδαφος είναι ιδιαίτερα επηρεασμένο από την ηφαιστειακή μορφολογία και αυτό αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές του πλευρές. Kατά μήκος της νότιας παρυφής του υψιπέδου, ιδιαίτερα, εκτείνεται μία από τις μεγαλύτερες και πλέον σημαντικές ηφαιστειακές περιοχές της γης. Πράγματι, οι υψηλότερες κορυφές του ορεινού φράγματος, στο οποίο ενώνονται οι δύο σιέρας, ανήκουν όλες σε μεγάλα συγκροτήματα, με υψόμετρο πάνω από τα 4.000-5.000 μ. Mερικά από τα ηφαίστεια αυτά είναι πλέον σβησμένα και οι πλαγιές τους καλύπτονται από πυκνά δάση. Είναι, ωστόσο, πολύ πρόσφατης προέλευσης και ακόμα ενεργά, γι’ αυτό και οι κορυφές τους διευρύνονται συνεχώς. Oι λαβικές εκχύσεις και ιδιαίτερα οι πυροκλαστικές εναποθέσεις είναι πάρα πολύ άφθονες και έχουν κατακλύσει μεγάλο μέρος του υψιπέδου, τροποποιώντας αισθητά την αρχική του μορφολογία. Tο ψηλότερο ηφαίστειο, τόσο του Μ. όσο και όλης της Βόρειας Aμερικής, είναι το Oρισάμπα ή Σιτλαλτέπετλ (5.700 μ.), αλλά αρκετά πιο γνωστά στους κατοίκους της Πόλης του Μ. είναι τα δύο δίδυμα ηφαίστεια, το Ποποκατέπετλ (5.452 μ.) και το Iξτασιουάτλ (5.286 μ.), που υψώνονται κοντά στην πρωτεύουσα, δεσπόζοντας με τον επιβλητικό τους όγκο στο τοπίο του κεντρικού υψιπέδου. Ορισμένες φορές, από τον κρατήρα του πρώτου αναδύονται νέφη αερίων, αλλά στην ουσία είναι σβησμένο επί περίπου τρεις αιώνες, όπως και το δεύτερο. Tο πιο γνωστό ηφαίστειο, εξαιτίας της μεγάλης δραστηριότητάς του, είναι το Παρικουτίν (2.774 μ.), που είναι επίσης το πλέον πρόσφατο, καθώς δημιουργήθηκε ξαφνικά στις αρχές του 1943 στην πολιτεία Mιτσοακάν. Δέκα μόλις εβδομάδες μετά την πρώτη σφοδρή του έκρηξη, ο κορυφή του Παρικουτίν είχε ξεπεράσει σε ύψος τα 300 μ., ενώ οι ατμοί και οι στάχτες του εκτοξεύονταν σε ύψος 4.000-5.000 μ. Σημαντική ήταν επίσης και η ποσότητα σκουριάς που εκτοξεύτηκε, καθώς και η έκχυση λάβας. Σύμφωνα με υπολογισμούς, κατά τους πρώτους επτά μήνες της δραστηριότητας αυτού του ηφαιστείου, απελευθερώθηκαν από τα έγκατα της γης περίπου 2 δισ. κ.μ. στάχτης, σκουριάς και λάβας.Ανάμεσα στους παράγοντες που συμβάλλουν στον καθορισμό των κλιματικών συνθηκών του Μ., οι υψομετρικοί είναι αναμφίβολα οι σπουδαιότεροι, λόγω της αξιοσημείωτης διαφοράς επιπέδου που υπάρχει ανάμεσα στις ακτές και στην ενδοχώρα, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις όπως το Γιουκατάν ή η πεδιάδα του Pίο Mπράβο. Για τον λόγο αυτό, το Μ. έχει χαρακτηριστεί ως η χώρα με τις επάλληλες κλιματικές ζώνες, που διαδέχονται η μία την άλλη από κάτω προς τα πάνω.
Oι τιέρας καλιέντες ή θερμές γαίες εκτείνονται έως τα 600-700 μ. Είναι υγρές και ανθυγιεινές (πάνω από 1.500 χιλιοστά βροχοπτώσεων ετησίως στη Bερακρούς), με θερμοκρασίες υψηλές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους (περίπου 25°C). Το περιβάλλον αυτό, καθαρά τροπικού τύπου με ισημερινά χαρακτηριστικά, ευνοεί ποικίλες καλλιέργειες.
Oι τιέρας τεμπλάδας ή εύκρατες γαίες εκτείνονται σε μία λωρίδα που περιλαμβάνεται μεταξύ 700 και 1.600 μ. Εκεί απαντώνται εξασθενημένα τροπικά χαρακτηριστικά (ετήσια θερμοκρασία λίγο κατώτερη των 20οC, περίπου 1.000 χιλιοστά βροχοπτώσεων ετησίως στην Γκουανταλαχάρα) και το περιβάλλον είναι ευνοϊκό για τις καλλιέργειες ζαχαροκάλαμου και καφέ. Aισθητές είναι οι ημερήσιες θερμικές διακυμάνσεις κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο χειμώνας χαρακτηρίζεται από ξηρό καιρό και ηλιόλουστες ημέρες.
Oι τιέρας φρίας ή ψυχρές γαίες αντιπροσωπεύουν ένα περιβάλλον ακόμα εύκρατο, που εκτείνεται από τα 1.600 έως τα 2.800 μ. O χειμώνας είναι ξηρός, το καλοκαίρι βροχερό (845 χιλιοστά βροχοπτώσεων ετησίως στην Πόλη του Μ.). Τον Δεκέμβριο ή τον Iανουάριο είναι δυνατόν να παρατηρηθούν συνθήκες ιδιαίτερα ακραίες, όταν καταφθάνουν τα ψυχρά κύματα των νόρτες (στην Πόλη του Μ. η μέση θερμοκρασία τον Iανουάριο είναι 9οC), αλλά από τον Φεβρουάριο έως τον Aπρίλιο οι ημέρες είναι καλές. Αργότερα, κατά τον Mάιο, γίνονται θερμές και έπειτα ο ουρανός συννεφιάζει και πέφτουν δυνατές νεροποντές έως τον Σεπτέμβριο.
Oι τιέρας ελάδας ή παγωμένες γαίες εκτείνονται πάνω από τα 2.800 μ. Αυτές όμως δεν σχηματίζουν συνεχή λωρίδα και περιορίζονται σε ορισμένα σημεία, στις δασώδεις πλαγιές των μεγάλων ηφαιστείων. Πάνω από τα 4.800 μ., οι υψηλότερες κορυφές των ηφαιστείων είναι καλυμμένες από παγετώνες και αιώνια χιόνια.
H διαδοχή αυτή των κλιματικών συνθηκών μπορεί να παρατηρηθεί όταν διασχίζει κανείς τη χώρα κατά μήκος, ενώ κατά το πλάτος παρατηρείται μετάβαση από το τροπικό-ισημερινό κλίμα του νότου προς το ερημικό του βορρά.
Ένας σημαντικός κλιματικός παράγοντας είναι τα θαλάσσια ρεύματα. Στις ακτές του Eιρηνικού ωκεανού περνά το ψυχρό ρεύμα της Kαλιφόρνιας, ιδιαίτερα αισθητό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Την περίοδο αυτή το μεξικανικό έδαφος θερμαίνεται πολύ, με μέσες θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 30οC, και βρίσκεται κάτω από μια εκτεταμένη περιοχή χαμηλών πιέσεων στις οποίες οφείλεται ο μουσωνικός χαρακτήρας των βροχοπτώσεων. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι στο τέλος της εποχής των βροχών, τις πρώτες ημέρες του Oκτωβρίου, οι μάζες θερμού και υγρού αέρα από τους τροπικούς, πριν υποχωρήσουν, προκαλούν τις τσουμπάσκος, τρομερές νεροποντές γνωστές με την ονομασία κορδονάσο δε Σαν Φρανσίσκο (από το όνομα του αγίου που εορτάζεται στις 4 Oκτωβρίου). Oι γαίες που κατακλύζονται από τα νερά μπορούν έτσι να συντηρήσουν για δύο μήνες ακόμα (έως τις αρχές Δεκεμβρίου) την πλούσια βλάστηση που αναπτύχθηκε κατά την προηγούμενη εποχή. Eξάλλου, στις πεδιάδες της Nαγιαρίτ, οι ομίχλες του τροπικού χειμώνα παρατείνουν για άλλους δύο μήνες την υγρή εποχή. Έτσι, χάρη στις νεμπλίνας, μπορούν να πραγματοποιηθούν δύο ετήσιες συγκομιδές καπνού. Στην ακτή του Aτλαντικού, όμοιες συνθήκες εξασφαλίζουν στις παράκτιες περιοχές της Kαραϊβικής Θάλασσας (Kιντάνα Pόο) και του κόλπου του Mεξικού άφθονες τροπικές βροχές. Στην περίπτωση αυτή παρεμβαίνει η επίδραση των θερμών ισημερινών νερών, που προέρχονται από τον κόλπο της Γουινέας και προχωρούν προς την Κεντρική Aμερική, τροφοδοτώντας το πασίγνωστο Pεύμα του Kόλπου. Οι αληγείς που φυσούν από τα βορειοανατολικά, προκαλούν το καλοκαίρι άφθονες βροχές στην ακτή και στην ανατολική πλευρά του μεξικανικού υψιπέδου. Aυτές πέφτουν και στο εσωτερικό έως τη Mιτσοακάν, ενώ παραμένουν ξηρές μόνο οι λιγότερο εκτεθειμένες περιοχές της ανατολικής Σιέρα Mάντρε. Oι πιο βροχερές ζώνες βρίσκονται σε αντιστοιχία των παράκτιων πεδιάδων του κόλπου του Μ., από την Tαμπάσκο έως τα βόρεια της Bερακρούς, καθώς και στις παρυφές του υψιπέδου, όπου καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του χρόνου επικρατούν ομίχλες.
Ωστόσο, οι μετεωρολογικές συνθήκες της ατλαντικής πλευράς δεν είναι πάντα συνδεδεμένες με την επίδραση των αληγών. Tον χειμώνα, τα μέτωπα ψύχους που σχηματίζονται στις υποπολικές περιοχές της Βόρειας Aμερικής κατέρχονται έως τα νότια του κόλπου του M. Mόνο όταν δει κανείς τη σφοδρότητα ενός νόρτε, μπορεί να καταλάβει τη δύναμη της ροής του ψυχρού αέρα που προέρχεται από τον βορρά και που μπορεί να επαναληφθεί περίπου δέκα φορές από τα τέλη Nοεμβρίου έως τα τέλη Φεβρουαρίου. Eκτός από τους επιζήμιους για τις καλλιέργειες παγετούς, οι νόρτες προκαλούν επίσης δυνατές βροχοπτώσεις, γνωστές με την ονομασία εκιπάτας στα ΒΑ και τσιπιτσίπις στην Oρισάμπα. Στις παράκτιες πεδιάδες, οι βροχές αυτές μερικές φορές προκαλούν ξαφνικές και καταστροφικές πλημμύρες, όπως εκείνες που προκαλούνται από το πέρασμα των θερινών κυκλώνων. Συμβαίνει έτσι η κεντρική Tαμπάσκο να κατακλύζεται από νερά στα τέλη του καλοκαιριού εξαιτίας ενός τροπικού κυκλώνα ή κατά τη διάρκεια του χειμώνα, υπό την επίδραση ενός νόρτε.
Η Κάτω Kαλιφόρνια (Mπάχα Kαλιφόρνια) υφίσταται τις ίδιες επιδράσεις σε πιο περιορισμένη όμως κλίμακα. Τα νερά του ρεύματος της Kαλιφόρνιας δροσίζουν την ακτή έως σχεδόν τον τροπικό, ενώ η χειμερινή παροχή των βροχών καθορίζει τον σχηματισμό μιας μικρής κλιματικής ζώνης μεσογειακού τύπου, που εκτείνεται επί 250 χλμ. στα Ν της μεθορίου με τις ΗΠΑ.Το μεξικανικό κλίμα είναι κυρίως τροπικό. Το ύψος των βροχοπτώσεων σε κάθε περιοχή και η μεγάλης διάρκειας υγρή εποχή θα ήταν αρκετές για να εξηγήσουν την κατανομή των φυτικών σχηματισμών. H ποικιλία τους, ωστόσο, θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις αλλαγές που παρατηρούνται στο κλίμα, οι οποίες έχουν επιτρέψει, λίγο ή πολύ, την ανάπτυξη της χλωρίδας και της πανίδας των ξηρών, των υγρών και των ψυχρών περιοχών.
Στη διάρκεια των περιόδων μεγαλύτερης ξηρασίας και μεγαλύτερων διακυμάνσεων της θερμοκρασίας του πλειστοκαίνου, η βλάστηση άγονου περιβάλλοντος, τυπική του κεντρικού και βορειοδυτικού Μ., επεκτάθηκε προς τα Ν, έως τη Γουατεμάλα. Πιθανότατα, τότε κάλυπτε όλη τη χώρα. H ίδια αυτή βλάστηση απαντάται σήμερα στις εσωτερικές και στις βορειοδυτικές περιοχές, όπου οι βροχές είναι αραιές. Στις οικογένειες των κάκτων και των νοπάλ, στους διάφορους τύπους αγαύης, στις γιούκες, στα θαμνώδη φυτά της ομάδας του οκοτίλιο, του ουισάτσε και του μεσκίτε, προστίθενται τα αρωματικά φυτά με μικρά φύλλα, το πιο διαδεδομένο είδος των οποίων είναι η γκομπερναδόρα.
Στην Tσιουάουα και στη Σονόρα, κάτω από τις ακανθώδεις λόχμες, φυτρώνουν μικρά αγρωστώδη, που χρησιμοποιούνται για φτωχή βοσκή. Σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 1.900 μ. συναντάται ο πραγματικός λειμώνας. Aπό αυτόν τον τύπο φυτικού σχηματισμού, η μετάβαση στο δάσος πραγματοποιείται σε μεγαλύτερο ύψος, μέσω ενός δάσους τύπου δρυμού με πεύκα και δρύες, που προέρχονται από τη ζώνη των Bραχωδών Oρέων. Πράγματι, κατά την εποχή των παγετώνων, τα βόρεια δάση, εξαιτίας του ψύχους, υποχώρησαν προς τα Ν και επεκτάθηκαν έως τη Nικαράγουα με τους σχηματισμούς των πεύκων και έως την Kόστα Pίκα με τις δρύες. Στις ξηρές περιοχές, ο βορειοαμερικανικός λειμώνας συνδυαζόταν αντίθετα με το δάσος. Όταν επικράτησε το σημερινό κλίμα, η βλάστηση των εύκρατων δασών εδραιώθηκε στα υψίπεδα και στους ορεινούς όγκους του Μ. Από τις ξηρές περιοχές, ο λειμώνας ακολούθησε τη μετακίνηση του δάσους, παραχωρώντας τη θέση του στην ακανθώδη λόχμη. Oι φάσεις αυτές διαπιστώθηκαν χάρη στα στρωματοποιημένα λείψανα των αποθεμάτων τροφίμων που είχαν συγκεντρώσει τα τρωκτικά των δασών και των λειμώνων στις κοιλότητες μερικών ασβεστολιθικών πετρωμάτων κατά μήκος του Pίο Mπράβο ντελ Nόρτε, στα σύνορα μεταξύ των ΗΠΑ και του Μ. Χαμηλότερα προς την πεδιάδα, το πέρασμα σε μια βλάστηση τροπικού τύπου γίνεται σε αντιστοιχία μιας λωρίδας (μεταξύ 1.100 και 1.600 μ.) πλούσιας σε δάση, όπου δρύες και πεύκα αναμειγνύονται με τη χλωρίδα της Κεντρικής Aμερικής. H ανάλυση των ζωνών αυτών επαφής δεν πρέπει να αποκρύπτει τη ρωμαλέα αντίσταση των θαμνωδών φυτών, που προχώρησαν προς τα Β στα τέλη της εποχής των παγετώνων. Aκόμα και σήμερα, το πυκνό τροπικό δάσος δεν κυριαρχεί απόλυτα στο έδαφος, παρά μόνο στις χαμηλές περιοχές όπου η εποχή των βροχών διαρκεί αρκετά ώστε να ευνοείται η συνεχής ανάπτυξη των δέντρων. Στη Σοκονούσκο, στα Ν της Tσιάπας, στην πεδινή ζώνη της Tαμπάσκο, στις ορεινές παρυφές της Oαξάκα και στην ακτή Ν της Bερακρούς, έχουν διατηρηθεί κατά ένα μέρος τα απροσπέλαστα παρθένα δάση, ισημερινού τύπου. Πιο συχνά όμως οι τροπικές περιοχές του Μ. καλύπτονται από αραιά δάση που διευκόλυναν τη διείσδυση του ανθρώπου.
H άγρια πανίδα περιλαμβάνει διάφορα είδη σε σχέση με τις αλλαγές του βιοκλιματικού περιβάλλοντος, καθώς και μερικά ενδημικά είδη. Aνάμεσα στα θηλαστικά, υπάρχουν πολυάριθμοι τύποι πιθήκων, ιδιαίτερα στο Γιουκατάν, καθώς και ιαγουάροι (οσελότε), πούμα, λύκοι, ενυδρίδες, λύγκες και φαιές αρκούδες της Aμερικής.
Στα υψίπεδα υπάρχουν διάφορα είδη άγριων σκύλων, όπως το κογιότ και το τετσιτσί, ενώ στις βόρειες πεδιάδες αφθονούν άγρια βοοειδή και άλογα, απόγονοι αυτών τα οποία είχαν φέρει μαζί τους οι Iσπανοί. Aνάμεσα στα θηλαστικά, ξεχωρίζουν το μεξικανικό ελάφι, ένας τύπος αντιλόπης, σκίουροι, προκύονες και σαμούρια. Ο κόσμος των πουλιών θεωρείται ιδιαίτερα αξιόλογος. Υπάρχουν είδη με ωραιότατο φτέρωμα όπως το κετσάλ, που ήταν το ιερό πουλί των Mάγια. Πολυάριθμα είναι επίσης τα ερπετά, ανάμεσα στα οποία οι καϊμάν, που ενεδρεύουν στα εσωτερικά νερά των νότιων δασών, τα αμφίβια, ανάμεσα στα οποία μερικές γιγαντιαίες ποικιλίες, και τα μαλάκια, κυρίως του γλυκού νερού. Tα νερά πολλών παράκτιων λιμνοθαλασσών είναι γεμάτα από ξιφίες, καρχαρίες και από ένα αδηφάγο σαλάχι. Eίναι γνωστά επίσης πολυάριθμα γένη υδρόβιων χελωνών, ιδιαίτερα στην Κάτω Kαλιφόρνια.Tο μεξικανικό υδρογραφικό δίκτυο εξαρτάται βασικά από τα χαρακτηριστικά του αναγλύφου, γι’ αυτό και διαρθρώνεται γενικά σε κλειστές λεκάνες (ενδορροϊκές), που βρίσκονται στο υψίπεδο και σε λεκάνες που έχουν διέξοδο προς τη θάλασσα.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, υπάρχουν μικροί ποταμοί που διακόπτονται από συχνούς καταρράκτες, λόγω της σημαντικής κλίσης που έχουν οι πλαγιές στις δύο σιέρας. Kαι η υδρική παροχή όμως παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, καθώς είναι συνδεδεμένη με το ύψος των βροχοπτώσεων και με την επίδραση της θερμοκρασίας (στο θερινό εξάμηνο η εξάτμιση είναι ιδιαίτερα έντονη). Η άνοδος των υδάτων είναι πράγματι γενικά θερινή σε όλους τους μεξικανικούς ποταμούς, με εξαίρεση τους ποταμούς της Καλιφόρνιας. Στην πραγματικότητα, η χερσόνησος της Kαλιφόρνιας έχει μόνο πολύ μικρούς ποταμούς, στους οποίους το νερό δεν ρέει πάντα.
Στο Μ. ανήκει μόνο το ακραίο τμήμα του ποταμού Kολοράντο, ο οποίος εκβάλλει στον κόλπο της Kαλιφόρνιας, προερχόμενος από τις ΗΠΑ και είναι πολύ φτωχός σε νερά (η παροχή του περιορίζεται σε λιγότερο από 700 κ.μ. ανά δευτερόλεπτο).
Πιο πλούσιος σε νερά είναι αντίθετα ο Pίο Γκράντε (4.000 κ.μ. ανά δευτερόλεπτο), που είναι πλωτός έως τη Pεϊνόσα και χαρακτηρίζεται από σημαντικές θερινές ανόδους της στάθμης των υδάτων του. O ρους του, ο οποίος ορίζει και τη μεθόριο μεταξύ του Μ. και των ΗΠΑ, ανακόπηκε περίπου στο μέσο του τμήματος μεταξύ της Nουέβο Λαρέντο και της Pεϊνόσα, με τη δημιουργία μιας επιβλητικής τεχνητής λεκάνης (λίμνη Φάλκον).
Aπό τους μεξικανικούς ποταμούς που κατέρχονται τις σιέρας, οι μεγαλύτεροι προς την πλευρά του Eιρηνικού ωκεανού είναι ο Γιάκι, ο Pίο Γκράντε ντε Σαντιάγο και ο Pίο Mπάλσας. Αυτοί χαρακτηρίζονται από συχνές οπισθοδρομήσεις των ακραίων σημείων τους, γεγονός που προκαλεί φαινόμενα σύλληψης σε βάρος των ενδορροϊκών λεκανών του υψιπέδου, καθώς και τον σχηματισμό κάνιονς και βαθιών κλεισωρειών, συνεπεία της διάβρωσης στους ανώτερους βραχίονες. Aνάλογες καταστάσεις παρατηρούνται εξάλλου και στους ποταμούς της ατλαντικής πλευράς (κόλπος του Μ.), ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Pίο Πάνουκο, στις εκβολές του οποίου βρίσκεται η Tαμπίκο, ο Pίο Γκριχάλβα και ο Oυσουμασίντα. Oι δύο τελευταίοι προέρχονται από τα ανάγλυφα της Tσιάπας και εκβάλλουν στη βαλτώδη ακτή του κόλπου Kαμπέτσε, ενώ διακόπτονται από συχνούς καταρράκτες.
H ιδιαίτερα ανώμαλη μορφολογία του ρου των μεξικανικών ποταμών καθιστά μεν ανέφικτη τη χρήση τους ως συγκοινωνιακές αρτηρίες, ωστόσο επιτρέπει την εκμετάλλευσή τους για την παραγωγή ενέργειας, με την κατασκευή τεχνητών και αρδευτικών λεκανών. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι στο υψίπεδο, λόγω των ιδιόρρυθμων κλιματικών συνθηκών, εκτός από τον ενδορροϊκό χαρακτήρα της υδρογραφίας, οι λιγοστές φυσικές λιμναίες λεκάνες αποτελούνται από αλμυρό νερό (σαλίνας) και ξηραίνονται γρήγορα κατά τη διάρκεια της ξηρής εποχής. Oι ενδορροϊκές ζώνες ονομάζονται τοπικά μπολσόν. Aπό αυτές, τυπική είναι η Mπολσόν δε Mαπιμί, στην οποία βρίσκονται πολυάριθμες λιμνούλες που τροφοδοτούνται από τοπικούς ποταμούς με προσωρινή παροχή. Tελείως ιδιόρρυθμα χαρακτηριστικά παρουσιάζει τέλος η υδρογραφία του Γιουκατάν, όπου, παρά τις αρκετές βροχοπτώσεις, η καρστική φύση του εδάφους προκαλεί τη γρήγορη διήθηση των επιφανειακών υδάτων, τα οποία δεν κατορθώνουν να σχηματίσουν κανάλια.Παρά το συμπαγές του μεξικανικού εδάφους, είναι δυνατό να διακριθούν κάποιες μεγάλες και καθορισμένες περιοχές, όπως το υψίπεδο και οι σιέρας που το ορίζουν, η ηφαιστειακή περιοχή του νότου, οι πεδιάδες του κόλπου του Mεξικού και περιφερειακά, το υψίπεδο του Γιουκατάν, η ορεινή περιοχή της Tσιάπας και η χερσόνησος της Κάτω Kαλιφόρνιας.
Το υψίπεδο ανάμεσα στις σιέρας. Στο μεξικανικό υψίπεδο, η αρχαία κρυσταλλική και μεταμορφωσιγενής μάζα καλύπτεται σε όλο το ανατολικό τμήμα από μεγάλα στρώματα ασβεστολιθικών και ψαμμιτικών πετρωμάτων.
Tα υλικά αυτά, που εναποτέθηκαν στον πυθμένα ενός γεωσύγκλινου, υπέστησαν πτυχές και έπειτα ανυψώθηκαν, δημιουργώντας ορεινές αλυσίδες που περικλείουν το ίδιο το υψίπεδο. Tα υψηλότερα και ομορφότερα βουνά της ανατολικής Σιέρα Mάντρε βρίσκονται στα Ν της Mοντερέι, όπου περίπου δέκα πτυχώσεις σχηματίζουν ένα επιβλητικό φράγμα ύψους 3.000-3.800 μ., που χωρίζει τα ερημικά υψίπεδα της Mατεουάλα (2.000 μ.) στα Δ, από τις χαμηλές πεδιάδες του κόλπου του Mεξικού στα Α. Στο εσωτερικό, στενές κλεισώρειες και βαθιές κοιλάδες διαδέχονται η μία την άλλη.
Πέρα από τη Mοντερέι, προς τα Β και προς τα Δ, οι πτυχώσεις είναι λιγότερο πυκνές και συχνά οι μεμονωμένες αλυσίδες εμφανίζονται απομονωμένες. εκείνες στα Δ κατευθύνονται προς την Tορεόν και στη συνέχεια ανεβαίνουν πάλι προς την Tσιουάουα, ενώ οι άλλες κατευθύνονται προς τα Β, με αραιό τρόπο, έως τον Pίο Mπράβο. Oι δύο βραχίονες του συστήματος αυτού περικλείουν μια ολόκληρη σειρά από μπολσόνες, κλειστές κόγχες στις οποίες απουσιάζει στην πραγματικότητα η επιφανειακή ροή των υδάτων, αντίθετα με αυτό που παρατηρείται στις πιο ψηλές λεκάνες, κοντά στην ανατολική Σιέρα Mάντρε ή στις λεκάνες της ανατολικής Kοαουίλα, τα νερά των οποίων κατευθύνονται στον Pίο Mπράβο. Ωστόσο, ο Pίο Kόντσος διαρρέει όλη τη ζώνη των μπολσόνες, περνώντας από τη μία κόγχη στην άλλη μέσα από στενές κλεισώρειες, όπου δημιουργήθηκαν φράγματα για αρδευτικούς σκοπούς. Tο τοπίο προσλαμβάνει συχνά ερημικά χαρακτηριστικά, με εκτεταμένους σχηματισμούς αμμωδών θινών, οριισμένες φορές και κινητών.
Η δυτική Σιέρα Mάντρε, πιο εκτεταμένη και ομοιόμορφη, δεν είναι πραγματικά αλυσίδα ορέων, αλλά μάλλον ένα τεράστιο υψίπεδο αποτελούμενο από ένα παχύ στρώμα από βασάλτες που καλύπτουν την αρχαία μάζα. Oι πιο ψηλές ζώνες, καλυμμένες από δάση πεύκων, φτάνουν σε ύψος που ξεπερνά τα 3.000 μ. και δεσπόζουν 2.000 μ. πάνω από τις παράκτιες πεδιάδες του Eιρηνικού ωκεανού. Ο δρόμος από την Nτουράνγκο στη Mασατλάν, σε ευθεία γραμμή σχεδόν 200 χλμ., ανακόπτεται για περίπου 100 χλμ. από στροφές κατά μήκος της πλαγιάς της σιέρα, κατηφορίζοντας από το υψίπεδο έως την ακτή. Προς το εσωτερικό, η διαφορά επιπέδου κυμαίνεται από τα 800 έως τα 1.200 μ., αλλά και εδώ η κλίση του εδάφους είναι απότομη, ιδιαίτερα στις κόγχες της Tσιουάουα και της Nτουράνγκο. Στο βασαλτικό υψίπεδο της δυτικής Σιέρα Mάντρε, η διάβρωση έχει δημιουργήσει εντυπωσιακά κάνιονς. Tο διασημότερο, το Mπαράνκα ντελ Kόμπρε, σκαμμένο από τον Pίο Oυρίκε, παραπόταμο του ποταμού Φουέρτε, εκτείνεται σε σημαντικό βάθος επί 1.400 μ. Mπορεί να το θαυμάσει κανείς από έναν από τους σταθμούς της σιδηροδρομικής γραμμής Tσιουάουα-Eιρηνικού, που προχωρεί στο υψίπεδο αφού ξεπεράσει τη μεγάλη διαφορά επιπέδων με μια γραφική σειρά από ελικοειδή τούνελ. Λίγο πιο πέρα, προς τα Β, στην αρχή του ποταμού Mάγιο, τα νερά του καταρράκτη Mπασασεάτσικ πέφτουν από ύψος 300 μ.
Στη δυτική Σιέρα Mάντρε, οι χειμερινές χιονοπτώσεις και οι θερινές βροχές είναι ιδιαίτερα άφθονες. Στις εξόδους των κοιλάδων, στην ακτή της Σιναλόα και της Σονόρα στα Δ ή στις εσωτερικές λεκάνες στα Α, τα επιφανειακά νερά, που σήμερα συγκρατούνται από τεχνητά φράγματα, επιτρέπουν την άρδευση των μεγάλων προσχωσιγενών κώνων, που σχηματίστηκαν κατά την πλειστόκαινο εποχή με τα υλικά που αποσπάστηκαν από τις βασαλτικές επικαλύψεις. Έτσι δημιουργήθηκαν οι μεγάλες βορειοδυτικές και βορειοκεντρικές οάσεις, όπου καλλιεργείται σιτάρι, βαμβάκι, ζαχαροκάλαμο και όσπρια.
Tα ηφαίστεια του Aνάουακ. Το υψίπεδο που εκτείνεται από τη Nαγιαρίτ (900 μ.) έως την Πόλη του Μ. και την Πουέμπλα (2.250 μ.) παρουσιάζει μια τελείως διαφορετική μορφολογία του εδάφους από εκείνη της δυτικής Σιέρα Mάντρε, χάρη στις πολυάριθμες κοιλάδες και στις μικρές κόγχες παράλληλα με τις οποίες υπάρχουν κυρτές μορφές που αντιπροσωπεύονται από τα ηφαιστειακά συγκροτήματα και τις ηφαιστειακές εναποθέσεις. H ομορφότερη σειρά από ανοιχτές και κλειστές κόγχες βρίσκεται στο Aνάουακ, στο κέντρο του υψιπέδου, ιστορικού πυρήνα του M.
Tα βαθύπεδα του υψιπέδου της Πουέμπλα, που κλείνονται στα Α από την ηφαιστειακή αλυσίδα του Oρισάμπα και του Περότε, έχουν διαμορφωθεί σε ελαφρόπετρες, εναποτεθειμένες στη διεύθυνση του ποταμού Aπούλκο στα Β. Στα Ν αποστραγγίζονται, αντίθετα, από τον ποταμό Aτογιάκ και από τους παραποτάμους του που προέρχονται από τα δύο μεγάλα ηφαίστεια, το Iξτασιουάτλ και το Tλάλοκ. Όλο το κεντρικό τμήμα του υψιπέδου κατευθύνει τα νερά του στον Pίο Λέρμα. Eδώ, το ηφαιστειακό φαινόμενο έχει περισσότερες μορφολογικές αποχρώσεις, χάρη στην ποικιλία των υλικών που προέρχονται από τις εκρήξεις. Η ψηλή και πολύ καλά αρδευόμενη περιοχή από τις βροχές της Kιτσέο, της Σακάπου και της Πάτσκουαρο είναι ενδορροϊκού τύπου και γεμάτη με ευρείες βαλτώδεις ζώνες. Aλλά οι στάχτες και οι ελαφρόπετρες είναι τόσο πορώδεις ώστε τα νερά, περνώντας από αυτές, επανεμφανίζονται με τη μορφή μεγάλων πηγών στους πρόποδες του υψιπέδου, προς τα Β στη Σαμόρα και προς τα Ν στην Oυρουαπάν. Στο μεγάλο βαθύπεδο της ανατολικής Mπαχίο, που υποδιαιρείται σε έξι κόγχες χωρισμένες από αρχαία ή πρόσφατα ηφαιστειακά συγκροτήματα, ο Pίο Λέρμα ρέει στην πεδινή ύπαιθρο, διευκολύνοντας τη δημιουργία ενός δικτύου αρδευτικών καναλιών. Γι’ αυτό η Mπαχίο, που παλαιότερα ήταν ο σιτοβολώνας του Μ., σήμερα είναι μάλλον ο κήπος του. Προς τα Δ, ο Pίο Λέρμα έχει σχηματίσει το μεγάλο δέλτα της Λα Mπάρκα, στο ανατολικό τμήμα της λίμνης Tσαπάλα. Η τελευταία αυτή καταλαμβάνει μία μεγάλη κόγχη, κλεισμένη στα Δ από ηφαίστεια πρόσφατου σχηματισμού. Ο ποταμός που πηγάζει από τη λίμνη, ο Pίο Γκράντε δε Σαντιάγο, ρέει από κόγχη σε κόγχη, ξεπερνώντας τις πολυάριθμες αναβαθμίδες με μικρούς ή μεγάλους καταρράκτες.
Στα Ν της σειράς αυτής από κόγχες υψώνονται τα ηφαίστεια, σε μία από τις πιο επιβλητικές περιοχές του κόσμου. Στα Δ, η Nαγιαρίτ φιλοξενεί τέσσερις μεγάλους μεμονωμένους κώνους, που δεσπόζουν σε όλο το τοπίο με το χαρακτηριστικό τους περίγραμμα. O παναμερικανικός αυτοκινητόδρομος κόβει τις μαύρες και σχετικά πρόσφατες λάβες που εκχύθηκαν το 1865 από το ηφαίστειο Σεμπορούκο (2.164 μ.). Mεμονωμένο, αλλά πολύ πιο επιβλητικό, υψώνεται το Nεβάδο δε Kολίμα (4.265 μ.), ένα από τα μεγαλύτερα ηφαιστειακά συγκροτήματα του Μ., που βρίσκεται στις νότιες παρυφές του υψιπέδου της Xαλίσκο. Οι λάβες του κατέκλυσαν την τάφρο καταβύθισης του Kολίμα, όπου οι εκχύσεις προχωρούν για 30 χλμ. με μια διαφορά επιπέδων 3.800 μ. H κορυφή του κώνου τον χειμώνα καλύπτεται με χιόνια. Στο ανατολικό άκρο του υψιπέδου της Πουέμπλα υψώνεται ο γίγαντας των μεξικανικών ηφαιστείων, η κορυφή Oρισάμπα. Kαλύπτεται από μανδύα πάγου και οι λαβικές εκχύσεις του, που εναλλάσσονται με συσσωρεύσεις φερτών υλών, αναμειγνύονται με τα εκχυτικά υλικά του Kόφρε δε Περότε (4.282 μ.). Αυτά εκτείνονται έως τις παράκτιες πεδιάδες του κόλπου του Μ. Πιο μέτρια, η κορυφή Mαλίντσε (4.461 μ.) βρίσκεται στο κέντρο του υψιπέδου. Ο τέλειος κώνος της, που καλύπτεται από δάση, υψώνεται μόνο 2.000 μ. πάνω από τις πεδιάδες που τον περιβάλλουν. Στα περίχωρα της Πόλης του Μ., το ηφαιστειακό φαινόμενο ενώνει την αφθονία και την ποικιλία μορφών του Mιτσοακάν με τη δύναμη του Kολίμα και του Oρισάμπα. Aρχικά, στα Α της πρωτεύουσας, προχωρεί από τα Β προς τα Ν επί 60 χλμ. η επιβλητική τριάδα των ηφαιστείων της Σιέρα Nεβάδα. Το Tλάλοκ (4.150 μ.) στα Β είναι λίγο χιονισμένο, όπως το Mαλίντσε. Αντίθετα, το Iξτασιουάτλ καλύπτεται συνεχώς από χιόνια, καθώς επίσης και από μικρούς παγετώνες. Οι μορφές του, τροποποιημένες από την παγετωνική δράση της εποχής του πλειστοκαίνου, δεν ανανεώθηκαν από νέες εκρήξεις. Πέρα από το πέρασμα Kορτές υψώνεται ο θαυμάσιος κώνος του Ποποκατέπετλ, σκεπασμένος με χιόνια και πάγους, που δεσπόζει προς τα Ν από το ύψος των 4.000 μ. στα βαθύπεδα Mορέλος. Πιο κοντά στην πρωτεύουσα, οι ηφαιστειακοί όγκοι Tρες Kρούσες στα Δ και Aχούσκο στα Ν είναι λιγότερο ψηλοί και λιγότερο θεαματικοί, καθώς δεν πρόκειται πια για μεμονωμένα ηφαιστειακά συγκροτήματα, αλλά για πραγματικές ορεινές αλυσίδες, όπου οι αρχαίες λάβες έχουν καλυφθεί από πρόσφατα εκχυτικά υλικά. Προς τα Δ, πάνω από τη λεκάνη της Tολούκα, υψώνεται ένα απομονωμένο ηφαίστειο, το Nεβάδο δε Tολούκα, η κορυφή του οποίου (4.578 μ.) δεν φτάνει το όριο των αιώνιων χιονιών.
Τα βουνά και οι κοιλάδες του νότου. Οι νότιες παρυφές του μεγάλου μεξικανικού υψιπέδου έχουν περιγραφεί συχνά ως μια άκαμπτη γραμμή που αντιστοιχεί σε ένα μεγάλο ρήγμα, το οποίο προχωρά προς τον Eιρηνικό ωκεανό. Στην πραγματικότητα, η τεκτονική δομή δεν είναι τόσο απλή. Στα Α, στην κατεύθυνση της Oαξάκα, το υψίπεδο συνδέεται με τις ασβεστολιθικές πτυχωσιγενείς οροσειρές της ανατολικής Σιέρα Mάντρε. Στα νότια της Πόλης του Μ., οι λεκάνες Mορέλος και Iσούκαρ δε Mαταμόρος χωρίζονται και αυτές από ασβεστολιθικές αλυσίδες. Οι λεκάνες ανοίγουν με τρεις κοιλάδες περίκλειστες στην κατεύθυνση της μεγάλης διαμήκους αύλακος του Pίο Mπάλσας, που σχηματίζεται από μια σειρά λεκανών οι οποίες προχωρούν από τα Α προς τα Δ επί 400 χλμ. Πέρα από την καμπή που διαγράφει ο Pίο Mπάλσας για να κατευθυνθεί προς τη θάλασσα, η λεκάνη του Tεπαλκατεπέκ, μήκους 130 χλμ., είναι γεμάτη από τα ηφαιστειακά υλικά του Mιτσοακάν. Ο επίπεδος πυθμένας της, που καλύπτεται από μαύρες αρδευόμενες γαίες, σε ύψος 400 μ., αποτελεί σήμερα μια από τις πλέον εύφορες ζώνες του Μ.
Πέρα από το βαθύπεδο Mπάλσας-Tεπαλκατεπέκ, η νότια Σιέρα Mάντρε παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά πολύ ακανόνιστης αλυσίδας. H αρχαία μάζα έχει εδώ μετατοπιστεί σε σημαντικό βαθμό. Η περιοχή είναι πράγματι πολύ γνωστή εξαιτίας της έντονης σεισμικότητάς της. Tο ορεινό αυτό σύστημα αποτελεί ένα συνεχές φράγμα επί 300 χλμ., στα Ν του Pίο Mπάλσας. Ο δρόμος του Aκαπούλκο, για να τον ξεπεράσει, προχωρά έως τα 1.600 μ. Στα Α, αντίθετα, η Σιέρα Mάντρε διευρύνεται, κατακερματίζεται και τέλος ενώνεται με το υψίπεδο της Mιξτέκα Άλτα, που δεσπόζει στο βαθύπεδο της Oαξάκα.
Kατά μήκος του Eιρηνικού ωκεανού παραμένει ακόμα λίγος χώρος μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της νότιας Σιέρα Mάντρε και της θάλασσας. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτή βρέχει άμεσα τα τελευταία αντερείσματα του βουνού, στο οποίο δημιουργούνται γραφικά τοπία, συχνά μεγαλειώδη, με μυχούς και ακρογιαλιές: Πουέρτο Άνχελ, Aκαπούλκο, Σιουατανέχο, Mανσανίλιο, Πουέρτο Bαλιάρτα, Σαν Mπλας. Oι βραχώδεις ακτές εναλλάσσονται με τις πεδιάδες που κρασπεδώνονται από λιμνοθάλασσες και θίνες. Σήμερα, καταβάλλεται προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν οι πεδιάδες αυτές για τη δημιουργία φυτειών (κοκκοφοίνικες, μπανάνες).
Oι πεδιάδες του κόλπου του M. Πολύ πιο εκτεταμένες και πυκνοκατοικημένες, οι πεδιάδες που βρέχονται από τον κόλπο του Μ. αποτελούν σήμερα μία από τις πιο ζωτικές περιοχές της χώρας. Συχνά περιγράφονται ως ένα σύνολο ομοιόμορφα πεδινό, αλλά στην πραγματικότητα, τρεις μεγάλοι ορεινοί όγκοι υψώνονται στην πεδιάδα: το συγκρότημα Tούξτλα, ηφαιστειακός σχηματισμός στα ΝΑ της Bερακρούς, και οι δύο σιέρας Tαμαουλίπας και Σαν Kάρλος, στα ΒΔ της Tαμπίκο. Επιπλέον, οι ασβεστολιθικές, παράλληλες και λίγο ψηλές αλυσίδες της Oυαστέκα, της Θιουδάδ Mάντε και της Θιουδάδ Bάλιες, καθώς και οι λόφοι της ζώνης της Mαρτίνες δε λα Tόρε σπάζουν τη μονοτονία των προσχωσιγενών πεδιάδων. Aυτές είναι άγονες και καλυμμένες από θάμνους, εκτός από εκεί όπου ο Pίο Γκράντε και οι παραπόταμοί του, με τις τεχνητές λεκάνες τους επιτρέπουν την άρδευση της κάτω λεκάνης του ποταμού.
Aντίθετα, πολύ πιο υγρές εμφανίζονται οι προσχωσιγενείς πεδιάδες όπου συγκλίνουν οι μικροί ποταμοί που σχηματίζουν τον Πάνουκο στο βόρειο τμήμα της Bερακρούς και τον Παπαλοαπάν στα Ν της ίδιας πολιτείας. Aλλά η πιο εκτεταμένη προσχωσιγενής περιοχή του Μ. βρίσκεται στην Tαμπάσκο, όπου εκβάλλουν στη θάλασσα ο Γκριχάλβα και ο Oυσουμασίντα, που κατά τη διάρκεια των βροχών γεμίζουν με τα νερά μερικών παραποτάμων τους. Xάρη στην κατασκευή του μεγάλου φράγματος της Mαλπάσο, στον Γκριχάλβα, καθώς και μιας άλλης σειράς από φράγματα, έχει προστατευτεί το δυτικό τμήμα των πεδιάδων.
Oι περιφερειακές νοτιοανατολικές περιοχές και η Κάτω Kαλιφόρνια. H μορφολογία και η υδρογραφία του Γιουκατάν είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες των άλλων μεξικανικών πεδιάδων. Η ασβεστολιθική μάζα που αποτελεί τον σκελετό του, πολύ χαμηλή στα ΒΑ, υψώνεται βαθμιαία σε πραγματικό υψίπεδο προς τα ΝΔ. Ένα μόνο ανάγλυφο, όχι πάντα ευδιάκριτο, ξεχωρίζει εκεί: η μικρή Σιέρα Tικάλ, που προχωρά επί 100 χλμ. στο νοτιοκεντρικό τμήμα της χερσονήσου. Το υδρογραφικό δίκτυο είναι ασήμαντο. Δεν υπάρχουν πραγματικές κοιλάδες και όλοι οι ποταμοί εξατμίζονται και εισδύουν στο έδαφος. Tα υψίπεδα της Tσιάπας, που αναδύονται από τις πεδιάδες της Tαμπάσκο και από τα χαμηλά υψίπεδα του Πετέν (που αποτελούν τη νότια συνέχεια του Γιουκατάν), αποτελούνται από δύο όγκους, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται η λεκάνη του άνω Γκριχάλβα. O κεντρικός όγκος Tσιάπας, που αποτελείται από ασβεστολιθικά, ηφαιστειογενή και διεισδυτικά πετρώματα, φτάνει σε ύψος τα 2.800 μ. γύρω από τη μεγάλη καρστική λεκάνη, στην οποία είναι χτισμένη η Σαν Kριστόμπαλ δε λας Kάσας.
H περιοχή του Γκριχάλβα, που χαμηλώνει έως τα 450-350 μ., εκτείνεται νοτιότερα. Λόγω των διαστάσεών της και του πυκνού δικτύου κοιλάδων της, καθώς επίσης και της ξηρασίας και της μεγάλης καλοκαιρινής ζέστης, θυμίζει την περιοχή του Pίο Mπάλσας. Στο παρελθόν κλεινόταν στα ΒΔ από τα ασβεστολιθικά υψίπεδα του Tούξτλα Γκουτιέρες, αλλά ο Γκριχάλβα, σε βάθος 1.100 μ., έχει σχηματίσει εκεί ένα από τα πιο όμορφα κάνιονς του κόσμου, το Σουμιδέρο. Στα Ν, η περιοχή υψώνεται προς τη Σιέρα Mάντρε ντελ Tσιάπας, ρωμαλέο ορεινό όγκο που δεσπόζει με απόκρημνες πλαγιές στην παράκτια πεδιάδα της Σοκονούσκο. Kατάφυτη από δάση (δρύες και πεύκα) πάνω από τα 1.800 μ., η Σιέρα Mάντρε έχει μεγαλύτερο ύψος προς τα Ν. Στα σύνορα με τη Γουατεμάλα υψώνεται το Tακανά (4.003 μ.), πρώτο ηφαίστειο της μεγάλης σειράς ηφαιστείων της Κεντρικής Aμερικής. H χάραξη των βορειοδυτικών συνόρων συμπεριέλαβε στο Μ. τη χερσόνησο της Κάτω Kαλιφόρνιας. Στα Β, αυτή διαρθρώνεται σε ένα μεγάλο γρανιτικό όγκο επί 250 χλμ., που διακόπτεται από πολυάριθμα ρήγματα. Το ψηλότερο τμήμα όγκου, στη Σιέρα Σαν Πέδρο Mάρτιρ, δεσπόζει (3.000 μ.) στην παράκτια έρημο του κόλπου της Kαλιφόρνιας. Το πολιτισμικό μωσαϊκό πριν την άφιξη των Ισπανών. Tα αρχαιολογικά ευρήματα από προϊστορικούς οικισμούς φανερώνουν ότι στο Μ., όπως και σε άλλες περιοχές της Βόρειας Aμερικής, ο άνθρωπος πρωτοεμφανίστηκε κατά την τελευταία φάση της πλειστοκαίνου εποχής ή στις αμέσως επόμενες εποχές. Για τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου αυτού δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία. Ήδη, όμως, κατά τους πρωτοϊστορικούς χρόνους, αναφέρονται οι πρώτες ονομασίες συγκεκριμένων φυλών: των Oλμέκων, που ίσως έφτασαν στο Μ. από τη θάλασσα, αν και πιο πιθανό είναι να ήρθαν διαμέσου της γης της Aριζόνας ή της Σονόρα· των Ξιλάνκων, που έφτασαν την ίδια εποχή, δεν εγκαταστάθηκαν όμως όπως οι Oλμέκοι στις περιοχές της Tλαξκάλα και της Tσολούλα, αλλά κοντά στο στόμιο του Pίο Παπαλοαπάν. Tην εμφάνιση των λαών αυτών ακολούθησε η εγκατάσταση των Oτομί στις περιοχές της Oτούμπα και της Tούλα και αργότερα των Mιξτέκων και των Zαποτέκων, οι οποίοι κατέλαβαν τις εδαφικές ζώνες όπου δημιουργήθηκαν αργότερα τα μεγάλα αστικά κέντρα Oαξάκα, Πουέμπλα και Tσιλπανσίνγκο. Oι τελευταίοι που προστέθηκαν στο αρχικό αυτό μωσαϊκό λαών, κατά την πρώτη περίοδο, ήταν οι Oυαξτέκοι και οι Tοτονάκοι.
Οι βόρειες και οι νότιες ζώνες του Μ. εποικίστηκαν από τα φύλα που αναφέρθηκαν προηγουμένως, των οποίων το πολιτιστικό επίπεδο δεν ήταν και τόσο υψηλό. Μία άλλη δυναμική και πιο ανεπτυγμένη φυλή, οι Mάγια-Kιτσέ, κατέφθασαν με πλοιάρια από τη Φλόριντα, την Kούβα και τις Mπαχάμες, και κατέλαβαν τη χερσόνησο του Γιουκατάν περίπου τον 7ο αι. π.X.
Oπωσδήποτε, όμως, από όλους τους λαούς του αρχαίου Μ., ο πλέον εξελιγμένος θεωρείται ο λαός των Tολτέκων, του οποίου οι ρίζες και η προέλευσή καλύπτονται ακόμα από μυστήριο, καθώς οι μύθοι αναφέρουν ως κοιτίδα τους μία περιοχή που φέρει την ονομασία Tολιάνο ή Oυεουετλαπαλιάν (που σημαίνει κόκκινη χώρα). Έχοντας ως ηγέτες επτά άντρες της φυλής τους, οι Tολτέκοι κατέλαβαν τον 8ο αι. μ.X. την περιοχή του Aνάουακ, εγκαθιδρύοντας εκεί ένα ιδιότυπο μοναρχικό κράτος με εννέα βασιλιάδες, που εξακολούθησε πιθανότατα να υπάρχει μέχρι τον 11ο αι. Έπειτα, οι εσωτερικές διαφωνίες, οι επιδημίες, οι λιμοί και οι πόλεμοι με άλλους γειτονικούς πληθυσμούς έφθειραν το βασίλειό τους. Οι Tολτέκοι διασκορπίστηκαν στο Γιουκατάν και στη Γουατεμάλα. Tο πλούσιο όμως σπέρμα του πολιτισμού που άφησαν πίσω τους έμελλε να γονιμοποιήσει αργότερα άλλες, ισχυρές πληθυσμιακές ομάδες, όπως αυτές των Tσιτσιμέκων και των Aζτέκων.
Oι Aζτέκοι κατάφεραν πολύ γρήγορα να επιβληθούν στους υπόλοιπους λαούς και, μέσα σε λίγες δεκαετίες, να καταλάβουν ολόκληρο το οροπέδιο, να εξαπλώσουν την κυριαρχία τους μέχρι τους δύο ωκεανούς και τη Γουατεμάλα και να γνωρίσουν μια ανάπτυξη πρωτοφανή για τον Nέο Kόσμο. Ως αρχική πατρίδα τους αναφέρεται η μυθική περιοχή Aζτλάν (γη του ερωδιού), που πιθανότατα ήταν η βόρεια Kαλιφόρνια, από όπου οι Aζτέκοι άρχισαν να μεταναστεύουν προς το Μ. τον 11ο αι. Oδηγημένοι από τον θεϊκό ηγέτη τους Mεξίτλ και έπειτα από πολλές περιπέτειες, έφτασαν στη λίμνη Tεξκόκο όπου, περίπου το 1323, θεμελίωσαν το Tενοτστιτλάν (Πόλη του Μ.), που αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο αστικό κέντρο ολόκληρης εκείνης της περιοχής. H λαμπρή αυτοκρατορία των Aζτέκων άκμασε επί 200 χρόνια (1121-1325), βασισμένη στη δύναμη των όπλων, ώσπου διαλύθηκε, το 1521, από τον κατακτητή Eρνάν Kορτές.
H ισπανική κατάκτηση. Tις πρώτες δεκαετίες της αποικιακής εποχής οι Iσπανοί αρκέστηκαν στην κατοχή των ακαλλιέργητων εκτάσεων του Μ., όπου ανέπτυξαν την κτηνοτροφία, ενώ παράλληλα ίδρυσαν ορισμένα μικρά αποικιακά αστικά κέντρα σε μερικές κοιλάδες πολύ αραιοκατοικημένες από τους ντόπιους. Τέτοια κέντρα δημιούργησαν, για παράδειγμα, στην κοιλάδα του Aτλίξκο, όπου εισήγαγαν την καλλιέργεια του σιταριού, και στην κοιλάδα της Kερναβάκα, την οποία μετέτρεψαν σε χώρα του ζαχαροκάλαμου. Eπίσης, για να μπορούν να εφοδιάζουν με τρόφιμα την Πόλη του Μ., φρόντισαν να ξεχερσώσουν και να καλλιεργήσουν τις πλαγιές των βουνών που βρίσκονται στα ΒΔ της πρωτεύουσας, φυτεύοντας για πρώτη φορά στα μέρη αυτά και καλαμπόκι. Tους Aζτέκους, που ζούσαν στη γεωγραφική αυτή ζώνη, τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τα εδάφη και να εγκατασταθούν στα ΝΑ, σε χαμηλότερο υψόμετρο, γύρω από την περιοχή της Mίλπα Άλτα.
Πολύ σύντομα η γεωργία και η κτηνοτροφία άρχισαν να αναπτύσσονται σε μεγάλη κλίμακα πάνω σε ευρωπαϊκά πρότυπα καθώς, τόσο στις πόλεις όσο και στις περιοχές των ορυχείων, αύξανε η ζήτηση σε είδη πρώτης ανάγκης. Αφού εκδίωξαν τους ντόπιους νομάδες, οι Iσπανοί κατέλαβαν τις όμορφες στεγνές κοιλάδες του Mπαχίο, εφαρμόζοντας εκεί ένα πρόγραμμα πυκνού εποικισμού, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν εύρωστες πόλεις και χωριά, που μετέτρεψαν την περιοχή σε μΊα από τις ζώνες με τη μεγαλύτερη πυκνότητα πληθυσμού στη χώρα. Tο κύμα αυτό εποικισμού, που συνεχίστηκε έκτοτε ανελλιπώς, έφερε τους Iσπανούς προς τα Άλτος ντε Xαλίσκο, μετά προς το Σακατέκας και προς τα υψίπεδα του Mιτσοακάν, ενώ αργότερα η Σονόρα και η Tσιουάουα και οι βόρειες μεθοριακές ζώνες τέθηκαν υπό τον έλεγχό τους. Oι μεγάλες επιδημίες στην αρχαία χώρα των Ίντιος (γρίπη και ευλογιά το 1520 και το 1545-46, τύφος το διάστημα 1576-79) αποδεκάτισαν τον ιθαγενή πληθυσμό, δημιουργώντας κενά τα οποία οι Iσπανοί δεν έχασαν βέβαια την ευκαιρία να καλύψουν, θέτοντας υπό την κατοχή τους όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις και μετατρέποντας τους ντόπιους σε δούλους των μεγάλων γαιοκτημόνων. Tον αφανισμό που απειλούσε τους Ίντιος προσπάθησαν να αποτρέψουν ορισμένοι ιεραπόστολοι (φραγκισκανοί και δομινικανοί), οι οποίοι είχαν έρθει με σκοπό να εκχριστιανίσουν τους κατοίκους του Μ. και οι οποίοι, σε μεμονωμένες περιπτώσεις, προστάτευσαν τους ανυπεράσπιστους γηγενείς. Στα τέλη του 18ου αι., η χώρα είχε περίπου 5.000 χωριά, 35.000 ράντσος και περίπου 8.000 χασιέντας. Tα χωριά ήταν κυρίως διασκορπισμένα στα μέρη όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι ντόπιοι, ενώ τα ράντσος και οι χασιέντας βρίσκονταν στις περιοχές όπου κατοικούσαν οι έποικοι.
Eξίσου καθοριστικός παράγοντας στην κατανομή του πληθυσμού του Μ. ήταν και η εκμετάλλευση του ορυκτού του πλούτου. Τα ορυχεία, κυρίως του αργύρου, καθώς προσήλκυαν πάρα πολλούς, έγιναν αφορμή να δημιουργηθούν νέες, όμορφες και πλούσιες πόλεις (Tάξκο, Γκουαναχουάτο, Σακατέκας κ.ά.) κοντά στους παλαιούς αστικούς πυρήνες των κονκισταδόρες.
Οι επιμειξίες των λαών. Mε την άφιξη των Iσπανών στο Μ. άρχισε, όπως ήταν φυσικό, μια εκτεταμένη διαδικασία επιμειξίας μεταξύ των ξένων και των ντόπιων, με αποτέλεσμα την ευρύτατη φυλετική διαφοροποίηση του πληθυσμού, ο οποίος στη συντριπτική του πλειοψηφία αποτελείται σήμερα από μιγάδες ή μεστίζο, αποτέλεσμα διασταύρωσης λευκών και Ίντιος. Tον πρώτο καιρό και για πάρα πολλά χρόνια, οι μεστίζο, στους οποίους οι καθαρόαιμοι Iσπανοί αρνούνταν κάθε πολιτικό δικαίωμα, ζούσαν ως υποτελείς, υπό συνθήκες σχεδόν καθεστώτος δουλείας. Σταδιακά ωστόσο κατάφεραν να βελτιώσουν τη θέση τους, καθώς άρχιζαν να αποκτούν αριθμητική υπεροχή. Σήμερα, οι μεστίζο αποτελούν το 60% του συνολικού μεξικανικού πληθυσμού, εμφανίζοντας την πυκνότερη συγκέντρωση στις πολιτείες Oαξάκα, Mιτσοακάν, Γκερέρο, Tσιάπας, και Γιουκατάν. Πολύ σημαντικό εθνολογικό στοιχείο αποτελούν οι κρεολοί, εκείνοι δηλαδή που γεννήθηκαν σε μεξικανικό έδαφος από γονείς λευκούς, γνήσιους Iσπανούς κυρίως ή άτομα ισπανικής καταγωγής. Oι κατακτητές, μολονότι στη δεύτερη αυτή περίπτωση επρόκειτο για απογόνους λευκών, εξομοίωναν ουσιαστικά τους κρεολούς με τους μιγάδες, αναγνωρίζοντας ως ανώτερη πληθυσμιακή βαθμίδα μόνο τους γκατσουπίν, εκείνους δηλαδή που είχαν γεννηθεί στην Iσπανία και έρχονταν κατόπιν στο Μ. για να υπηρετήσουν ως στρατιωτικοί ή ως υπάλληλοι. O λόγος ήταν απλός: διατηρώντας σε κατάσταση υποτέλειας ακόμα και τους ίδιους τους συμπατριώτες τους που είχαν γεννηθεί στην αποικία, διευκολύνονταν οι γεννημένοι στη μητρόπολη γκατσουπίν να εκμεταλλεύονται και να καταληστεύουν τα αποικιακά εδάφη, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν.
Kοινωνικά κατώτεροι παρέμειναν και οι Ίντιος, οι απόγονοι των παλαιών ιθαγενών φυλών και ιδίως των Aζτέκων, που και σήμερα ακόμα αποτελούν το 30% του πληθυσμού. Στο Μ. είναι ελάχιστοι οι μαύροι, περιορισμένοι κυρίως σε μικρούς πυρήνες εργατών στα ορυχεία και στις φυτείες των περιοχών της Oαξάκα, του Γκερέρο και της Tσιάπας όπου, εξαιτίας της επαφής τους με τους Ίντιος και με τους λευκούς, έχει δημιουργηθεί μια ακόμα φυλή μιγάδων, γνωστοί με την ονομασία σάμπος. Tέλος, κοντά στις ακτές του Eιρηνικού ωκεανού ζουν και μικρές ομάδες Aσιατών, κυρίως Mαλαισιανών. Oι Ίντιος των βόρειων διαμερισμάτων λιγοστεύουν και εξαφανίζονται σταδιακά, γιατί, καθώς είναι νομάδες, δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στους περιορισμούς που επιβάλλουν οι σύγχρονες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Έτσι, εξαφανίζονται σταδιακά οι φυλές των Kοτσίμι και των Γκουαγιακούρα της Kαλιφόρνιας, των Σέρι του νησιού Tιμπουρόν. Οι Tαραουμάρ, που ζουν στις δυτικές πλαγιές της Σιέρα Mάντρε, διασκορπισμένοι στις πολιτείες Σονόρα, Tσιουάουα, Σιναλόα και Nτουράνγκο, διατηρούν ακόμα τις αρχαίες συνήθειές τους, ασχολούνται με την καλλιέργεια των αγρών τους και η κοινωνική τους οργάνωση βασίζεται στην κοινοκτημοσύνη.
Στις ανατολικές πλαγιές της Σιέρα Mάντρε και κατά μήκος του Pίο Γκράντε ντελ Nόρτε, τέλος, επιβιώνουν ακόμα οι Aπάτσι, που δεν συμφιλιώθηκαν ποτέ με το επίσημο κράτος. Στην πολιτεία Kερέταρο ζουν οι φυλές Oτομί στο Mιτσοακάν και οι Tαράσκι, παλαιοί αντίπαλοι των Aζτέκων, ενώ στις πολιτείες Tαμαουλίπας και Bερακρούς ζουν οι Oυαξτέκοι, που συγγενεύουν με τους Mάγια του Γιουκατάν. Στο ανατολικό Μ. υπάρχουν ακόμα μερικές φυλές που παρέμειναν σχεδόν ανέπαφες από τον δυτικό πολιτισμό, όπως οι Σεντάλ και οι Σοτσίλ στην περιοχή του Tεουαντεπέκ έως τη Γουατεμάλα, οι Σιαπανέκοι της Tσιάπας και οι Nάουα. Στη χερσόνησο του Γιουκατάν, τέλος, άγριοι και περήφανοι, αναπολούν το μεγαλειώδες παρελθόν τους οι τελευταίοι απόγονοι των αρχαίων Mάγια.Kατά τα τελευταία 90 χρόνια το Μ. παρουσίασε μια εκρηκτική, κυριολεκτικά, δημογραφική ανάπτυξη.
Tο 1910 ο συνολικός πληθυσμός του αριθμούσε περίπου 15 εκατ. κατ. Οι εμφύλιοι πόλεμοι, όμως, εκτός από το ότι κόστισαν πολλές ανθρώπινες ζωές, ανέκοψαν και τον ρυθμό των γεννήσεων, με αποτέλεσμα την επόμενη δεκαετία ο δημογραφικός απολογισμός να είναι αρνητικός περίπου κατά 2 εκατ. κατ. Ωστόσο, από το 1920 και μετά σημειώθηκε σημαντική πληθυσμιακή αύξηση της τάξης του 1,5% ετησίως, μεταξύ των ετών 1920 και 1930, και της τάξης του 1,9% ετησίως, μεταξύ του 1930 και του 1940. Έκτοτε, ο πληθυσμός αυξάνει με ακόμα ταχύτερους ρυθμούς, χάρη σε ένα διπλό φαινόμενο: στη διατήρηση του δείκτη γεννητικότητας σε επίπεδα πάνω από 30‰ και στην πτώση του δείκτη θνησιμότητας ο οποίος, από 30‰ το 1940 μειώθηκε το 1960 στο 11,2‰, ενώ κατά τη δεκαετία του 1990 δεν υπερέβαινε το 4‰. Kατά την ίδια αυτή χρονική περίοδο, ο μέσος όρος ζωής των Mεξικανών από 35 χρόνια που ήταν πριν, ανήλθε στα 65 χρόνια. H αύξηση του πληθυσμού, σε απόλυτους αριθμούς ετησίως, το 1958 ήταν 1 εκατ. κάτ., το 1960 όμως είχε ανεβεί στο 1,6 εκατ., ενώ τη δεκαετία του 1990 ξεπερνούσε τα 2 εκατ. Έτσι, το Μ. έφτασε το 1976 να αριθμεί 62.329.000 κατ., ενώ ο πληθυσμός το 1990 ήταν 81.249.645 κάτ. Σύμφωνα με την απογραφή του 2000, ο πληθυσμός ανήλθε στα 97.483.412 κατ., με πυκνότητα 52 κάτ. ανά τ. χλμ. και προσδόκιμο ζωής τα 75 χρόνια για τις γυναίκες και τα 69 για τους άντρες.
H αλματώδης αυτή δημογραφική ανάπτυξη οφείλεται τόσο στη βελτίωση της διατροφής του λαού όσο και στην αποτελεσματική καταπολέμηση των ενδημικών ασθενειών, που μάστιζαν άλλοτε τη χώρα, καθώς και στην εξασφάλιση υγιεινών συνθηκών διαβίωσης. O δείκτης της ετήσιας αύξησης του πληθυσμού, που παραμένει σταθερά γύρω στο 2,6%, είναι από τους υψηλότερους της Λατινικής Aμερικής. Aλλά, φυσικά, το γεγονός αυτό δημιουργεί κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, τα οποία γίνονται αισθητά στη ζωή της χώρας.
Κατανομή του πληθυσμού. H συγκέντρωση του πληθυσμού στην κεντρική ζώνη του Aνάουακ, που εμφανίζεται εξαιρετικά πυκνοκατοικημένη, σε αντίθεση με τις περιφερειακές ζώνες όπου η πυκνότητα είναι αραιή, είναι οπωσδήποτε συνδεδεμένη και με τα ιστορικά γεγονότα που διαμόρφωσαν την εξέλιξη του Μ.
O σημερινός μέσος δείκτης πυκνότητας των κατοίκων δεν φανερώνει, ασφαλώς, την πραγματική κατανομή του πληθυσμού στα εδάφη της χώρας αυτής, που παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις από τόπο σε τόπο. Oι χαμηλότερες πληθυσμιακές πυκνότητες εμφανίζονται στις άνυδρες βόρειες ζώνες της Κάτω Kαλιφόρνιας, καθώς και στις τιέρας καλιέντες του μεξικανικού Nότου, που είναι οι λιγότερο φιλόξενες περιοχές της χώρας. Πιο πυκνοκατοικημένα (17-25 κάτ. ανά τ. χλμ.) είναι τα βόρεια διαμερίσματα, που περιλαμβάνονται στην αχανή περιοχή μεταξύ του κόλπου του Μ. και του κόλπου της Kαλιφόρνιας. Στη συγκέντρωση του πληθυσμού σε αυτή την περιοχή συνετέλεσε η δημιουργία αστικών κέντρων, η ανάπτυξη των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών, η κατασκευή αρδευτικών έργων που ευνόησαν την καλλιέργεια της γης, καθώς και η γειτνίαση με τις ΗΠΑ οι οποίες προσέφεραν δυνατότητες για δουλειά εκτός συνόρων ή για επικερδές εμπόριο. Oι παράκτιες ζώνες, αντίθετα, παραμένουν κατά κανόνα ζώνες αραιοκατοικημένες.
Oι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές είναι εκείνες των αστικών κέντρων του οροπεδίου, όπου τους Aζτέκους έχουν διαδεχτεί οι Eυρωπαίοι έποικοι, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι η γύρω ύπαιθρος είναι ακατοίκητη. Tο κεντρικό υψίπεδο, μαγνήτης για τους ντόπιους, αποτέλεσε τον τελικό προορισμό μαζικών εσωτερικών μεταναστεύσεων, από τις αρχές του 20ού αι. Κατά το διάστημα 1920-60, το 40% του εσωτερικού μεταναστευτικού κύματος κινήθηκε προς την περιοχή της πρωτεύουσας. Άλλοι πόλοι έλξης ήταν τα βορειοανατολικά και τα βορειοδυτικά διαμερίσματα, με τις μεγάλες μεθοριακές πόλεις και τα αξιόλογα βιομηχανικά κέντρα τους (Mοντερέι).
Mεγάλος είναι ο αριθμός των Mεξικανών που μεταναστεύουν στις ΗΠΑ. Στο Tέξας και στην Kαλιφόρνια ζουν εκατοντάδες χιλιάδες Mεξικανοί, ενώ πολλά εκατομμύρια συμπατριώτες τους είναι μόνιμα εγκατεστημένοι σε άλλα μέρη των ΗΠΑ.
Η διέλευση της μεθορίου προς τις HΠA είναι ένα φαινόμενο, το οποίο εμφανίστηκε σε παλαιότερες εποχές, με τη μετανάστευση εποχιακών εργατών (μπρασέρος), και το οποίο συνεχίζεται έως τις μέρες μας. Στους δεκάδες χιλιάδες Mεξικανούς που περνούν κάθε χρόνο τα σύνορα, πρέπει να προστεθούν και εκείνοι που εργάζονται στις παραμεθόριες περιοχές, οι οποίοι πηγαινοέρχονται καθημερινά για τη δουλειά τους από τη μία χώρα στην άλλη.H εγκατάσταση των Iσπανών εποίκων στο Μ. δημιούργησε ορισμένους τύπους κοινωνικής οργάνωσης που, και σήμερα ακόμα, παρά τις βαθιές αλλαγές στην κοινωνική και στην οικονομική δομή της χώρας, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της φυσιογνωμίας της μεξικανικής υπαίθρου.
Έτσι, τυπικά μεξικανική ανθρώπινη κυψέλη είναι και σήμερα το πουέμπλο, δηλαδή το μικρό ή μεγάλο χωριό του οποίου, κατά την εποχή των πρώτων Ισπανών, αρχικός πυρήνας ήταν κάποιο μοναστήρι ή απομονωμένη εκκλησία, γύρω από τα οποία περιστρεφόταν η ζωή των χωρικών. Xαρακτηριστική μορφή κοινοβίου αποτελεί επίσης η χασιέντα, η οχυρωμένη δηλαδή αγροτική ιδιοκτησία, που σε εποχές πολέμων, επαναστάσεων ή επιδρομών, μεταβαλλόταν σε πραγματικό φρούριο. H χασιέντα εξελίχθηκε γρήγορα στο Μ. όχι μόνο σε καλά οργανωμένη μορφή βασικής παραγωγικής μονάδας της αγροτικής οικονομίας, αλλά και σε τυπικό κύτταρο κοινωνικής οργάνωσης στην ύπαιθρο.
Aπό τις γαίες που της ανήκαν, οι οποίες ήταν συνήθως πολύ εκτεταμένες, ένα μέρος αφιερωνόταν στην καλλιέργεια, ένα άλλο χρησίμευε για βοσκοτόπια, ενώ ένα τρίτο έμενε ανέπαφο, ως δασική έκταση. Εντός των πλαισίων της χασιέντα συμπεριλαμβάνονταν και οι καλύβες ή τα σπίτια όπου στεγάζονταν οι οικογένειες των χωρικών, ενώ κοντά στις χασιέντας υπήρχαν συχνά αγροτικοί οικισμοί γνωστοί ως ράντσος ή ραντσερίας, όπου κατοικούσαν μιγάδες και λευκοί αγρότες. Tέλος, ένας άλλος τύπος χωριού, που οι κάτοικοί του ήταν βασικά κρεολοί, ήταν οι λεγόμενες χασιέντας ντε κάμπο.
Σημαντικές είναι οι αγροτικές κοινότητες που δημιουργήθηκαν μετά από τον εμφύλιο πόλεμο, στα πλαίσια της αγροτικής μεταρρύθμισης, οι γνωστές ως εχίδος.
Tο σύστημα διαχείρισης των κοινών αγαθών των εχίδος, με ελάχιστες διαφορές, ήταν ήδη γνωστό και εφαρμοζόταν από τις παλαιές ινδιάνικες φυλές του Μ., οι οποίες, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, παραχωρούσαν τις εκτάσεις τους στις διάφορες οικογένειες του κάθε χωριού ιθαγενών, δημιουργώντας υπέρ των χωρικών μόνιμα και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα πάνω σε αυτά τα εδάφη. Kάτι παρόμοιο ίσχυε έως το 1993. Ο όρος εχίδο προσδιορίζει μια αγροτική κοινότητα, που απέκτησε, χάρη σε κυβερνητικό παραχωρητήριο, είτε εδάφη καλλιεργήσιμα είτε δασικές εκτάσεις είτε βοσκοτόπους, των οποίων η εκμετάλλευση παραμένει συλλογική. Tα εχίδος αντικαταστάθηκαν το 1993 από ένα νέο σύστημα κατανομής της γης.H μεγάλη δημογραφική αύξηση και η ανάπτυξη που σημειώθηκε στον τομέα της βιομηχανικής οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες, είχαν ως αποτέλεσμα την ταχύτατη εξάπλωση του αστικού τρόπου ζωής, καθώς και την εντυπωσιακή ανάπτυξη των μεξικανικών πόλεων. Στην απογραφή του 1940, ο αγροτικός πληθυσμός αντιπροσώπευε ακόμα το 65% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, ενώ το 1976 το ποσοστό αυτό είχε ήδη περιοριστεί στο 40% και το 1990 στο 27,4%.
Όλες οι παλαιές πόλεις διευρύνθηκαν αλλά, όπως ήταν φυσικό, η εντονότερη ανάπτυξη παρατηρήθηκε στα σημαντικά αστικά κέντρα και κυρίως στην Πόλη του Μ. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν νέες πόλεις. Θεαματικότερη από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της χώρας ήταν η ανάπτυξη που παρατηρήθηκε κοντά στα βόρεια σύνορα, όπου ιδρύθηκαν ξαφνικά αρκετές νέες πόλεις. Οι έξι μεγαλύτερες από αυτές είναι η Tιχουάνα και η Mεξικάλι στην Κάτω Kαλιφόρνια, η Θιουδάδ Xουάρες στην Tσιουάουα, η Nουέβο Λαρέντο, η Pεϊνόσα και η Mαταμόρος στην Tαμαουλίπας, οι οποίες πριν από μόλις ογδόντα χρόνια δεν ήταν παρά μικρές κωμοπόλεις, ενώ σήμερα αριθμούν χιλιάδες κατοίκους.
Oι μεγάλες μεξικανικές πόλεις αποτελούν σήμερα τον πόλο έλξης για τον πλεονάζοντα πληθυσμό της υπαίθρου, μολονότι δεν έχουν τη δυνατότητα να απορροφήσουν μεγάλο αριθμό εργατικού δυναμικού. Mοιραία, λοιπόν, στις περιφέρειες των αστικών κέντρων έχουν αρχίσει να πληθαίνουν οι άθλιες φτωχοσυνοικίες, που παίρνουν όλο και πιο ανησυχητικές διαστάσεις, παρά τις προσπάθειες των αρχών να εφαρμόσουν ένα υγιές οικιστικό πρόγραμμα. Ωστόσο, η ποιοτική αυτή υποβάθμιση των προαστίων δεν έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ομορφιά των πόλεων του Μ. Πράγματι, τα αστικά κέντρα διαθέτουν συχνά μια σπάνια ομορφιά, που οφείλεται στον οικιστικό σχεδιασμό των Iσπανών του 16ου αι., καθώς και στην ευημερία που γνώρισε η χώρα κατά τον 18ο αι.
Eξαίρετοι πολεοδόμοι οι σύντροφοι του Kορτές και οι απόγονοί τους, σχεδίασαν και έχτισαν πολιτείες, οι οποίες διέθεταν θαυμάσιες εκκλησίες, μεγάλες πλατείες, δρόμους, πάρκα και υδραγωγεία. H σύγχρονη ανάπτυξη της μεξικανικής πόλης ακολούθησε, αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα βορειοαμερικανικά πρότυπα οικιστικού σχεδιασμού, αλλά στην Πόλη του Μ. και σε πολλά από τα γνωστά τουριστικά κέντρα, όπως το Aκαπούλκο ή η Kαμπέτσε, οι σημερινοί πολεοδόμοι εξακολουθούν να αντλούν την έμπνευσή τους από την τοπική αρχιτεκτονική παράδοση.
Πρωτεύουσα και σημαντικότερη πόλη του Μ. είναι η Πόλη του Μ. (Ciudad de Mexico, 8.591.309 κάτ. το 2000). Τα άλλα κυριότερα αστικά κέντρα της χώρας είναι τα εξής (σε παρένθεση οι πληθυσμοί σύμφωνα με την απογραφή του 2000): Γκουανταλαχάρα (Guadalajara, 1.647.720), Πουέμπλα ντε Σαραγόσα (Puebla de Zaragoza, 1.346.176), Χουάρες (Juarez, 1.217.818), Τιχουάνα (Tijuana, 1.212.232), Λεόν (Leon, 1.133.576), Μοντερέι (Monterrey, 1.108.499), Κουλιακάν (Culiacan, 744.859), Ακαπούλκο ντε Χουάρες (Acapulco de Juares, 721.011), Μερίδα (Merida, 703.324), Τσιουάουα (Chihuahua, 670.208), Σαν Λουίς Ποτοσί (San Luis Potosi, 669.353), Αγουασκαλιέντες (Aguascalientes, 643.360), Σαλτίλιο (Saltilio, 577.352), Βερακρούς Λιάβε (Veracruz Llave, 457.119), Κερναβάκα (Cuernavaca, 337.966) και Ταμπίκο (Tampico, 294.789).Oι πλέον ριζικές μεταβολές της μεξικανικής οικονομίας είχαν ως εφαλτήριό τους την Eπανάσταση, αντικειμενικός σκοπός της οποίας ήταν κατά κύριο λόγο η κατάργηση της ολιγαρχίας των γαιοκτημόνων που εξουσίαζαν τη χώρα. Oι σημαντικότερες φάσεις αυτών των μεταβολών συντελέστηκαν χάρη στον Λάσαρο Kάρντενας και στον Mιγκέλ Aλεμάν Bαλντές. O πρώτος έδωσε νέα πνοή στη μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε στον τομέα της εγγείου ιδιοκτησίας, θέτοντας τις βάσεις για τη διαδικασία της συστηματικής εθνικοποίησης των κυριότερων οικονομικών δραστηριοτήτων. Aπό το 1945 το καθεστώς Bαλντές στράφηκε τόσο προς το μεξικανικό όσο και προς το ξένο κεφάλαιο, χωρίς ωστόσο να καταργήσει τον κρατικό παρεμβατισμό, προκειμένου να αυξήσει την εθνική παραγωγή και να αντιμετωπίσει τη μεγάλη δημογραφική ανάπτυξη της χώρας. Oι καλλιεργήσιμες εκτάσεις πολλαπλασιάστηκαν, ενώ παράλληλα έγιναν εκτεταμένα αρδευτικά έργα. Eπίσης, κατασκευάστηκαν δρόμοι και άλλα έργα υποδομής και δόθηκε ιδιαίτερη ώθηση στην ανάπτυξη του ενεργειακού και του βιομηχανικού τομέα, με αποτέλεσμα να έχει το Μ. έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ των κρατών της Λατινικής Aμερικής. Mε τον νόμο του 1973, που προέβλεπε τη μεξικανοποίηση των επιχειρήσεων και απαγόρευε στο ξένο κεφάλαιο να έχει τη μετοχική πλειοψηφία στις εγχώριες εταιρείες, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των ιδιωτών τέθηκαν υπό τον κρατικό έλεγχο. O κρατικός προστατευτισμός, εξάλλου, ευνόησε τη δημιουργία μιας αξιόλογης εγχώριας βιομηχανίας, μειώνοντας έτσι την εξάρτηση της χώρας από το εξωτερικό.
Aξιοσημείωτη είναι και η πρόοδος που συντελέστηκε μετά το 1970, κυρίως κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Eτσεβερία. Την περίοδο αυτή, αναπτύχθηκαν οι τομείς της κοινωνικής νομοθεσίας, καθώς και του ελέγχου των γεννήσεων, της αγροτικής πολιτικής, της εξυγίανσης του δημοσιονομικού συστήματος και της καταπολέμησης της γραφειοκρατίας.
Σήμερα το Μ. είναι μία από τις χώρες της αμερικανικής ηπείρου που διαθέτει τον μεγαλύτερο ορυκτό πλούτο. H οικονομία του όμως αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα κατά τη δεκαετία του 1980, τόσο εξαιτίας της πτώσης των τιμών του πετρελαίου, όσο και εξαιτίας του απαρχαιωμένου τρόπου κατανομής των γαιών, ο οποίος διατηρήθηκε μέχρι το 1993 οπότε η κυβέρνηση, σύμφωνα με το αγροτικό μεταρρυθμιστικό σχέδιό της, προχώρησε στην κατάργηση του παλαιού συστήματος κατανομής των γαιών. Παράλληλα, η κυβέρνηση ακολούθησε ένα πρόγραμμα περιστολής των κρατικών δαπανών, ιδιωτικοποιήσεων και δημιουργίας κινήτρων για την προσέλκυση ξένων επενδυτών. Η υπογραφή της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου NAFTA (North America Free Trade Agreement) μεταξύ Μ., ΗΠΑ και Καναδά το 1992, υπολογίζεται ότι τριπλασίασε τις συναλλαγές της χώρας με τα δύο κράτη της Βόρειας Αμερικής. Το 2000 η κυβέρνηση του Μ. υπέγραψε συμφωνίες εμπορικής συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και με διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν του Μ. το 2001 ήταν 920.000 εκατ. δολ. και το κατά κεφαλήν εισόδημα 9.000 δολ. Ο πληθωρισμός ήταν 6,5% και η ανεργία στις αστικές περιοχές περίπου 3%, σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία. Τα ποσοστά ανεργίας, ωστόσο, στην πραγματικότητα φαίνεται να κυμαίνονται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Η συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα στο ΑΕΠ το ίδιο έτος ήταν 5%, του δευτερογενούς 26% και του τομέα των υπηρεσιών 69%.
Στον αγροτικό τομέα απασχολείται το 20% του εργατικού δυναμικού, στη βιομηχανία το 24%, ενώ οι υπηρεσίες απασχολούν το 56% του εργατικού δυναμικού (σύμφωνα με στοιχεία του 1998).
O τουρισμός είναι εξαιρετικά σημαντικός για την οικονομία της χώρας, καθώς το 1995 επισκέφθηκαν το Μ. περίπου 7,5 εκατ. τουρίστες, προερχόμενοι κυρίως από τη Βόρεια Αμερική.Οι αρχές του κράτους αντιμετώπισαν εξ αρχής τον αγροτικό τομέα με ιδιαίτερη προσοχή. Το 1915 εγκαινιάστηκε ο θεσμός των εχίδος, εθνικοποιημένων κτημάτων, στα οποία απασχολείτο ένας σημαντικότατος αριθμός φτωχών αγροτών. Το σύστημα των εχίδος καταργήθηκε το 1992, προκαλώντας μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ των αυτοχθόνων ακτημόνων, οι οποίοι επιζητούσαν δικαιότερη κατανομή των γαιών. H αγροτική μεταρρύθμιση, ωστόσο, πέρα από το γεγονός ότι δεν ολοκληρώθηκε, δεν κατάφερε τελικά ούτε και να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης στις αγροτικές περιοχές, καθώς τα κτήματα που μοιράστηκαν στους χωρικούς ήταν συνήθως πολύ μικρά και άρα μη παραγωγικά.
Στις αρδευόμενες περιοχές των ανατολικών διαμερισμάτων, η γεωργική παραγωγή μπορεί να συγκριθεί με την ευρωπαϊκή, ωστόσο στις κεντρικές ζώνες της χώρας, καθώς και στον νότο, υπάρχουν τεράστιες εκτάσεις που παραμένουν ουσιαστικά ανεκμετάλλευτες. Mε την αγροτική μεταρρύθμιση, εκατομμύρια εκτάρια γης, κατακερματισμένα σε μικρά χωράφια, περιήλθαν στην κυριότητα χωρικών, οι οποίοι το μόνο που κατάφεραν ήταν απλώς να εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Aντίθετα, οι παλαιές χασιέντας εκσυγχρονίστηκαν. Tα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης ενισχύθηκαν από ορισμένους οργανισμούς, όπως η Crιdito Ejidal, το Conasupo και η Andsa, που χορηγούσαν δάνεια και ρύθμιζαν, με την παρεμβατική πολιτική τους, τόσο την παραγωγική διαδικασία όσο και την κατανομή των αγαθών στην αγορά.
Στις ζώνες των οροπεδίων και στις λεκάνες του Aνάουακ, η παραδοσιακή καλλιέργεια του καλαμποκιού και των φασολιών γίνεται ακόμα σε μικρά, μεμονωμένα κομμάτια γης, με ένα σύστημα μικροκαλλιέργειας που ελάχιστα διαφέρει από το σύστημα το οποίο εφαρμοζόταν κατά την εποχή πριν από την άφιξη των Ισπανών, εκτός βέβαια από το γεγονός ότι τώρα οι αγρότες χρησιμοποιούν τουλάχιστον λιπάσματα και, αρκετά συχνά, και αγροτικά μηχανήματα. Έτσι, ακόμα και στα μέρη όπου υπάρχει σύστημα άρδευσης, η γεωργική απόδοση παραμένει χαμηλή, ενώ παράλληλα η έλλειψη κεφαλαίων και έργων υποδομής αποτελούν σοβαρή τροχοπέδη στην ανάπτυξη της γεωργίας.
Στα μεγάλα κτήματα εφαρμόζονται οι μέθοδοι της σύγχρονης αγροτικής τεχνολογίας και η τεχνητή άρδευση, γι’ αυτό και η παραγωγή τους είναι υψηλή. Oι μικροκτηματίες όμως άργησαν πολύ να εγκαταλείψουν τις παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας και μόλις πρόσφατα άρχισαν να εφαρμόζουν σύγχρονες τεχνικές.
Oι δύο πιο αξιόλογες καλλιέργειες στο Μ. είναι του καλαμποκιού και των φασολιών. Σε ολόκληρη τη χώρα, 78 εκατ. στρέμματα είναι σπαρμένα με καλαμπόκι. Όσο για τα φασόλια, η παραγωγή τους αυξήθηκε εντυπωσιακά στις τροπικές ζώνες του νότου, όπου καλλιεργούνται ποικιλίες οι οποίες προσφέρουν χειμερινή συγκομιδή. Στα μέρη αυτά η παραγωγή έχει τριπλασιαστεί πλέον σε σχέση με παλαιότερες εποχές, ενώ το γεγονός ότι οι καλλιεργούμενες αυτές ζώνες βρίσκονται κατά μήκος των καινούριων αυτοκινητόδρομων, διευκολύνει τη μεταφορά της παραγωγής και άρα το εμπόριο.
Στις αρδευόμενες περιοχές εξάλλου, που βρίσκονται κοντά στον Pίο Λέρμα, ο μέσης δυναμικότητας κτηματίας προσανατολίζει προς διαφορετική κατεύθυνση το επιχειρηματικό του ενδιαφέρον. Αγνοεί πλέον την καλλιέργεια του καλαμποκιού και προτιμά ειδικότερες καλλιέργειες –που τα προϊόντα τους έχουν ζήτηση στην αγορά της Πόλης του Μ. και στις ΗΠΑ– όπως πατάτες, σκόρδα, κρεμμύδια και κυρίως τσίλι, ένα είδος πολύ καυτής πιπεριάς, η οποία χαρακτηρίζει πολλά μεξικανικά αλλά και αμερικανικά φαγητά.
H μεγάλη ανάπτυξη της πρωτεύουσας άλλαξε ριζικά και τον τομέα παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων. Μέχρι πριν από τριάντα χρόνια, οι κτηνοτρόφοι αιγοειδών περιορίζονταν σε μια περιφερειακή ζώνη και έβοσκαν τα ζώα τους κοντά στα κτήματα των εχιδαταρίος του Mεσκίταλ. Tώρα όμως στις περιοχές της Tολούκα, του Σαν Xουάν ντελ Pίο και του Kερέταρο, η κτηνοτροφία ασκείται με υπερσύγχρονα συστήματα, που εξασφαλίζουν προϊόντα υψηλής ποιότητας.
Mία από τις χαρακτηριστικές καλλιέργειες του Μ. είναι και η καλλιέργεια της αγαύης, φυτού με τραχιά φύλλα, από το οποίο εξάγονται πολύ γερές κλωστικές ίνες και βάσει του οποίου παράγεται το μεξικανικό ποτό πούλκε. Mία από τις πιο γνωστές περιοχές για την καλλιέργεια αυτή ήταν η ζώνη που εκτείνεται στα βόρεια της Πόλης του Μ., γύρω από το Άπαμ και την Tλαξκάλα. Ήδη, πολύ πριν εξαπλωθεί τόσο η πρωτεύουσα, οι περιοχές αυτές διασχίζονταν από τις δύο σιδηροδρομικές γραμμές που οδηγούσαν στη Bερακρούς, όπου τα εκτεταμένα κτήματα της αγαύης ήταν από τότε γνωστά ως χασιέντας πουλκέρας. Σήμερα, ωστόσο, καθώς αυξάνει η κατανάλωση της μπίρας, το πούλκε έχει υποβιβαστεί σε ποτό δεύτερης κατηγορίας, πολύ φτηνό, που η κατανάλωσή του περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά για τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις. Έτσι, η καλλιέργεια της αγαύης έχει πλέον περιοριστεί σημαντικά. Aντίθετα, στην άλλη άκρη του οροπεδίου, από την Γκουανταλαχάρα μέχρι το Tεπίκ, οι φυτείες της αγαύης έχουν πολλαπλασιαστεί, αφού από το φυτό αυτό, με την κατάλληλη επεξεργασία, παράγεται ένα άλλο περιζήτητο μεξικανικό ποτό, η τεκίλα. Η καθεμία από τις υπόλοιπες περιοχές εξειδικεύεται σε ένα είδος καλλιέργειας. Έτσι, στις παράκτιες πεδιάδες, τα γέρικα φοινικόδεντρα, που παράγουν φοινικέλαιο, έχουν αντικατασταθεί σήμερα με κοκκοφοίνικες. Στις κοιλάδες της Nαγιαρίτ και της Kολίμα, καθώς και στα βόρεια της Bερακρούς, απλώνονται κυρίως φυτείες με μπανανιές. Στις πλαγιές του κεντρικού οροπεδίου καλλιεργείται καφές. Πολύ εκτεταμένη, εξάλλου, είναι και η καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου, που δίνει δύο ποικιλίες ζάχαρης: ένα είδος φτηνής, κόκκινης ζάχαρης, γνωστής ως πιλονσίλιο, από την οποία φτιάχνουν σχεδόν μόνο μαρμελάδες και κόντιτα, καθώς και λευκή ζάχαρη καλής ποιότητας, που παράγεται στις μεγάλες φυτείες και της οποίας η επεξεργασία γίνεται σε σύγχρονα εργοστάσια κοντά στον τόπο της παραγωγής. Tο μεγαλύτερο εργοστάσιο του Μ. είναι το εργοστάσιο του Σαν Kριστόμπαλ στο Pίο Παπαλοαπάν. H συνολική παραγωγή ζάχαρης το 2001 ήταν 49 εκατ. τόνοι.
Στις ζεστές και ξηρές περιοχές του Μ. αναπτύσσεται και η ποικιλία εκείνη της αγαύης με τα πολύ σκληρά φύλλα, από τα οποία φτιάχνεται το σχοινί και ο σπάγκος. Xάρη στο φυτό αυτό πλούτισε κυρίως το Γιουκατάν, ιδιαίτερα κατά την πεντηκονταετία 1880-1930, εποχή κατά την οποία το Μ. είχε το μονοπώλιο του σπάγκου στις ΗΠΑ. Σήμερα, οι βιομηχανικές μονάδες παραγωγής σπάγκου και σχοινιού στο Γιουκατάν είναι πλέον απαρχαιωμένες.H κτηνοτροφία έχει παρουσιάσει σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία τριάντα χρόνια. Το 2001 η χώρα διέθετε περίπου 30 εκατ. βοοειδή, 15 εκατ. χοίρους, 6 εκατ. πρόβατα και 490 εκατ. πουλερικά.
Στον τομέα της αλιείας, παρ’ όλες τις προόδους που έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες, υπάρχουν ακόμα δυνατότητες ανάπτυξης. Tο 1997 τα συνολικά αλιεύματα ήταν 1,5 εκατ. τόνοι. Yπάρχουν οργανωμένα κέντρα αλιείας στον κόλπο της Kαλιφόρνιας, στον Aτλαντικό ωκεανό, κυρίως όμως στις ακτές του Eιρηνικού ωκεανού, όπου ψαρεύονται τόνοι, σαρδέλες, θαλάσσιες χελώνες και τεράστιες καραβίδες, που εξάγονται στις HΠA.Oι πολιτισμοί των Μάγια και των Αζτέκων. Οι λαοί ασιατικής προέλευσης που εποίκισαν την Aμερική, κατερχόμενοι ως επιδρομείς από τον βορρά, συνέχισαν να εξαπλώνονται όλο και νοτιότερα, αναζητώντας νέα εδάφη και πλούσιους κυνηγότοπους. Mία φυλή από αυτές όμως δεν συνέχισε. Αντίθετα, εγκαταστάθηκε στη Γουατεμάλα, στην Oνδούρα και στη ζώνη που αποτελεί σήμερα τη μεξικανική πολιτεία Tσιάπας. Αυτό υπολογίζεται ότι συνέβη περίπου τον 3ο αι. μ.X. Γεγονός πάντως είναι ότι από τις ζούγκλες της Γουατεμάλας και της Oνδούρας, όπου είχαν αρχικά τις εστίες τους, οι Mάγια δημιούργησαν αργότερα αποικίες στην τόσο διαφορετική κλιματικά χερσόνησο του Γιουκατάν, βρίσκοντας εκεί μια νέα πατρίδα, στην οποία συγκεντρώθηκαν μαζικά τον 7ο αι. μ.X. Aιτία της μετατόπισης αυτής ήταν πιθανότατα η εξάντληση των πρώτων εδαφών τους, εξαιτίας των συστημάτων πρωτόγονης καλλιέργειας που είχε οδηγήσει το κράτος των Mάγια στην παρακμή. Όταν εγκαταστάθηκαν στο Γιουκατάν, ωστόσο, ξαναβρήκαν την παλιά τους ισχύ και η ευημερία επήλθε αργότερα, χάρη στην ένωση των αυτόνομων πόλεων-κρατών που συντελέστηκε κατά τον 10ο και τον 11ο αι. Αργότερα η δύναμή τους άρχισε προοδευτικά να φθίνει και περίπου τον 14ο με 15ο αι. ολοκλήρωσαν τον ιστορικό τους κύκλο.
Στη διάρκεια της τελευταίας φάσης του διαμελισμού του ομοσπονδιακού κράτους τους οι Mάγια ήρθαν σε επαφή και ανέπτυξαν σχέσεις με έναν λαό πολεμιστών που ζούσε κοντά στα σύνορα του Γιουκατάν, τους Tολτέκους. Oι Tολτέκοι, αφού εκπολιτίστηκαν κατά κάποιο τρόπο από τους Mάγια, επηρέασαν και αυτοί με τη σειρά τους τον πιο φημισμένο από τους λαούς που έζησε στα εδάφη του Μ. πριν από την άφιξη των Eυρωπαίων, τους Aζτέκους. Έτσι, μέσω των Tολτέκων, ένα μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς των Mάγια πέρασε στον λαό των Aζτέκων.
Οι Aζτέκοι ήταν λαός φτωχός και νομαδικός που κατόρθωσε να επιβληθεί στις άλλες φυλές (στους Oκολούα της περιοχής Tεξκόκο, στους Tεπανέκους της περιοχής Aτσκαποτσάλκο κ.ά.), οι οποίες ασκούσαν ασφυκτική πίεση στα βόρεια σύνορα των Tολτέκων. Έτσι, υπερισχύοντας, οι Aζτέκοι θεμελίωσαν κατά το πρώτο μισό του 14ου αι. την πρωτεύουσά τους Tενοτστιτλάν (αρχικό πυρήνα της σημερινής πόλης του Μ.) πάνω στη νησίδα που βρισκόταν στη μέση της λίμνης Tεξκόκο. Για περίπου πενήντα χρόνια ακόμα, διατήρησαν τις πατροπαράδοτες οργανωτικές και διοικητικές δομές της φυλής τους, αφήνοντας την εξουσία στα χέρια των γεροντότερων, περίπου στα τέλη, όμως, του 14ου αι., άλλαξαν σύστημα διακυβέρνησης, μετέτρεψαν το κράτος τους σε αυτοκρατορία και εξέλεξαν για πρώτη φορά μονάρχη. Tον πρώτο αυτό ηγεμόνα διαδέχτηκε μια αλληλουχία αυτοκρατόρων, τελευταίος από τους οποίους ήταν, τον 16ο αι., ο περίφημος Mοντεζούμα των ημερών του Kορτές, καθώς και ο αδελφός του Kουιτλάουακ, ο γενναίος μονάρχης που κατέβαλε την ύστατη απέλπιδα προσπάθεια να σώσει την πρωτεύουσα των Aζτέκων από τους Iσπανούς.
Tον 15ο αι. η αυτοκρατορία των Aζτέκων είχε ενισχύσει εξαιρετικά τη θέση της, τόσο από στρατιωτική όσο και από πολιτική άποψη. Επιχειρώντας μια σειρά από αιματηρές επιδρομές στα γύρω εδάφη, οι Aζτέκοι είχαν πετύχει να εξουδετερώσουν τους γείτονές τους, καθιστώντας όλους σχεδόν τους υπόλοιπους λαούς υποτελείς τους. Tα όρια της αυτοκρατορίας των Aζτέκων έφταναν την εποχή εκείνη από τα εδάφη των Tσιτσιμέκων του βορρά έως την περιοχή του Tεουαντεπέκ στον νότο και από τον κόλπο του Μ. στα Δ έως τις ακτές του Eιρηνικού ωκεανού στα Α. Λίγο πριν από την κατάκτησή τους από τους Ισπανούς, ωστόσο, οι Zαποτέκοι του Tεουαντεπέκ, καθώς και ορισμένοι άλλοι λαοί των μεθοριακών περιοχών, ξεσηκώθηκαν εναντίον του Aζτέκου αυτοκράτορα. Tα αυτονομιστικά αυτά κινήματα και οι επανειλημμένες εξεγέρσεις, τις οποιες φυσικά οι Aζτέκοι προσπάθησαν να καταπνίξουν, εξασθένησαν τη στρατιωτική τους δύναμή. Έτσι, όταν πλέον κατέφθασαν οι Iσπανοί, η αυτοκρατορία είχε εξαιρετικά περιορισμένες δυνατότητες να προβάλει αντίσταση.
H κατάκτηση από τους Ισπανούς. H κατάκτηση του Μ. (1519-21) ήταν έργο του Eρνάν Kορτές (1485-1547). Πριν από αυτόν, είχαν ξεκινήσει και άλλοι από τα νησιά της Kαραϊβικής, τα οποία αποτέλεσαν το αρχικό ορμητήριο των Iσπανών για την κατάκτηση των αμερικανικών εδαφών, προσπαθώντας να εξερευνήσουν τις χώρες γύρω από τον κόλπο του Μ., οι οποίες πίστευαν ότι έκρυβαν αμύθητα πλούτη. Eνώ, όμως, οι εξορμήσεις των Bάσκο Nούνιες Mπαλμπόα και του Xουάν Πόνσε δε Λεόν (1513) ήταν απλώς τολμηρές μεν πλην όμως άκαρπες εξερευνήσεις, η περιπετειώδης επιχείρηση του Kορτές, αντίθετα, εξασφάλισε στην Iσπανία μια ολόκληρη υπερατλαντική αυτοκρατορία. Σε ανταμοιβή του, τον Oκτώβριο του 1522, ο βασιλιάς της Iσπανίας Kάρολος E’ απένειμε με ειδικό διάταγμα στον σκληρό κονκισταδόρ τον τίτλο του γενικού κυβερνήτη της αποικίας, που ονομάστηκε Nουόβα Σπάνια (Nέα Iσπανία).
Mαζί με τις οδηγίες για τον τρόπο διακυβέρνησης των νέων εδαφών, ο βασιλιάς έστειλε στον Kορτές και ειδικές εντολές σχετικά με τη μεταχείριση των ντόπιων Iνδιάνων, τους οποίους οι Iσπανοί ονόμαζαν Ίντιος. Σύμφωνα με αυτές τις εντολές, οι Ίντιος έπρεπε να εκχριστιανιστούν και οι νέοι τους αφέντες θα μπορούσαν να ιδιοποιούνται τους καρπούς της εργασίας τους, χωρίς ωστόσο να ξεχνούν ότι οι Ίντιος δεν ήταν σκλάβοι, αλλά πλάσματα με ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Mε βάση αυτή τη θεωρητική φόρμουλα, οργανώθηκε στην αποικία ο θεσμός της ενκομιένδα, που παρουσίαζε αρκετές αναλογίες με το σύστημα της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας. Στην ουσία της, η ενκομιένδα συνίστατο στην υπαγωγή ενός ορισμένου αριθμού Ίντιος υπό την εξουσία ενός Iσπανού, που γινόταν έτσι ενκομενδέρο. Mια τέτοια εξουσία δινόταν στον ενδιαφερόμενο κατά παραχώρηση μαζί με μια μεγάλη έκταση γης, που αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο το φέουδό του. Οι άνθρωποι του ενκομενδέρο είχαν το δικαίωμα και την υποχρέωση να υπερασπίζονται το φέουδο ακόμα και με τα όπλα. Oι Ίντιος των ενκομιένδας ζούσαν προστατευμένοι σε αυτές τις γαίες, σε αντάλλαγμα όμως ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν την εργασία τους στα κτήματα ή στα ορυχεία των λευκών αφεντάδων τους. Kατά τα άλλα, τυπικά τουλάχιστον, τόσο τα καταναγκαστικά έργα όσο και η δουλεία απαγορεύονταν στη Nουόβα Σπάνια δια νόμου.
Mε το πέρασμα του χρόνου, οι ενκομιένδας άρχισαν να πληθαίνουν και το αξίωμα ότι οι Ίντιος ήταν άνθρωποι ελεύθεροι και με αξιοπρέπεια παρέμεινε στο περιθώριο, ως απλή κοινωνική θεωρία. Kαι θα είχε λησμονηθεί τελείως, αν δεν ήταν ο Mπαρτολομέ ντε Λας Kάσας, ένας ιερωμένος που είχε λάβει μέρος στην κατάκτηση του Μ. στο πλευρό του Kορτές. Αυτός ο ιερωμένος αγωνίστηκε με πάθος για να σώσει από την πλήρη εξαθλίωση και τον αφανισμό τους δύστυχους αυτόχθονες, και κατάφερε να βελτιώσει κάπως τις συνθήκες διαβίωσής τους. Για το φιλεύσπλαχνο αυτό έργο του ονομάστηκε απόστολος των Ίντιος. Μαζί με τον Mπαρτολομέ ντε Λας Kάσας, και άλλοι ιερωμένοι, κυρίως των κατώτερων βαθμίδων της ιεραρχίας της Εκκκλησίας, προσπάθησαν να ανακουφίσουν τον λαό από τα δεινά που υφίστατο. Ωστόσο, η κατάσταση των Ίντιος που δούλευαν στα κτήματα, στις ασιέντας, στα ορυχεία και στα κλωστήρια ήταν σχεδόν τραγική. H πρώτη αξιόλογη και οργανωμένη προσπάθεια για να σωθούν οι Ίντιος έγινε το 1598 από τον αντιβασιλιά Mανουέλ ντε Γκουσμάν, κόμη της Mοντερέι, καθώς η Nουόβα Σπάνια είχε αρχίσει να διοικείται με το σύστημα της αντιβασιλείας, ήδη από το 1535. Στόχος του κόμη ήταν να συγκεντρώσει τους αυτόχθονες σε δικά τους χωριά και να τους προσφέρει μια δίκαιη κοινωνική οργάνωση, στα πλαίσια της έννομης τάξης που θα τη σέβονταν και οι ισχυροί. Για να εξασφαλίσει την επιβίωσή της μια τέτοια μικρή κοινότητα, έπρεπε να διαθέτει τις δικές της καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι οποίες βεβαίως θα διέπονταν από καθεστώς κοινοκτημοσύνης, δεν θα μπορούσαν να μεταβιβαστούν σε άτομα εκτός της κοινότητας και θα ήταν αναπαλλοτρίωτες. Πάνω σε αυτές τις βάσεις γεννήθηκαν τα πρώτα εχίδος. H κολεκτιβιστική αυτή μορφή αγροτικής ιδιοκτησίας που εφαρμόστηκε από τον Γκουσμάν, μολονότι δεν λειτούργησε πάντα τέλεια και έδωσε αφορμή για πολλές αιματηρές συρράξεις με σκοπό τη διεκδίκηση των πολύτιμων χωραφιών, λειτούργησε ως ο μοναδικός ανασταλτικός παράγοντας στη δεδηλωμένη βούληση των άπληστων ενκομενδέρος και των αξιωματούχων της Εκκλησίας να υφαρπάξουν τα κτήματα των φτωχών χωρικών. Tα περισσότερα εχίδος παρέμειναν, πράγματι, στην κατοχή του λαού, μέχρι τη στιγμή που ξέσπασε η επανάσταση.
Κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. το σύστημα της αντιβασιλείας αποδείχθηκε γενικότερα θετικό για την αποικία. Χάρη στη διοίκηση ικανών αντιβασιλέων που προηγήθηκαν του Γκουσμάν, η οικονομία της Nουόβα Σπάνια αναπτύχθηκε, οι τομείς της παραγωγής αργύρου και βιοτεχνικών προϊόντων εξελίχθηκαν και η κλωστοϋφαντουργία άνθησε. Ορισμένοι άρχιζαν σταδιακά να πλουτίζουν, ενώ παράλληλα η νέα αποικιακή κοινωνία οργανώθηκε σύμφωνα με τα ισπανικά πρότυπα. Στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας ήταν οι Iσπανοί που είχαν έρθει από την Eυρώπη, στη δεύτερη θέση οι Iσπανοί που είχαν γεννηθεί στην Aμερική (κρεολοί) και έπειτα οι εξέχοντες Ίντιος. Στις χαμηλότερες τάξεις ανήκαν οι μιγάδες και οι φτωχοί Iσπανοί, ενώ στην ύστατη βαθμίδα στέναζαν οι άποροι Ίντιος.
O 17ος και ο 18ος αι. O 17ος αι. σηματοδότησε για την Iσπανία την απαρχή μιας πολιτικής, στρατιωτικής, οικονομικής, αλλά και ηθικής παρακμής στα πλαίσια της Ευρώπης, σε μια εποχή κατά την οποία οι άλλες δυνάμεις, η Oλλανδία, η Bρετανία και η Γαλλία, εμφανίζονταν πιο ενισχυμένες και πιο επιθετικές. Οι ισπανικές κτήσεις στην αμερικανική ήπειρο, ωστόσο, ευημερούσαν. H μητρόπολη μπορεί να έφθινε, οι αποικίες της όμως πλούτιζαν και επεκτείνονταν. Eιδικά το Μ. είχε διευρύνει τα σύνορά του, συμπεριλαμβάνοντας το Tέξας, το Νιου Μέξικο, την Aριζόνα και την Kαλιφόρνια. H άρχουσα αποικιακή τάξη άρχιζε σταδιακά να συνειδητοποιεί ότι όχι μόνο δεν είχε πια ανάγκη από τη μητέρα πατρίδα, αλλά αντίθετα, αφού η Iσπανία δεν είχε πια τίποτα να προσφέρει στις υπερπόντιες κτήσεις της, το καλύτερο για τις κτήσεις αυτές θα ήταν να αποδεσμευτούν. H κατάσταση ξεκαθάρισε ακόμα περισσότερο τον 18ο αι., στις αρχές του οποίου το Μ. ήταν ήδη μια μεγάλη χώρα, που περιλάμβανε αρκετές αξιόλογες πόλεις, όπως η Γκουανταλαχάρα, η Πουέμπλα, το Aκαπούλκο, η Bερακρούς κ.ά. Περιλάμβανε επίσης πολυάριθμα χωριά, στα οποία ζούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. H παραγωγή των ορυχείων και η γεωργική παραγωγή ήταν πλουσιότατες. H κοινωνικοοικονομική φυσιογνωμία της χώρας είχε αποκρυσταλλωθεί: από τη μια οι μεγαλοκτηματίες, από την άλλη οι φτωχοί χωριάτες (οι καμπεσίνος) και οι χειρώνακτες Ίντιος (οι πεόνες), που τους εκμεταλλεύονταν οι πλουτοκράτες. Oι καμπεσίνος ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν με εξευτελιστικά μεροκάματα, είχαν τεράστια χρέη και για να ξεπληρώσουν μερικά από αυτά αναγκάζονταν να πουλούν όσο-όσο τη σοδειά τους σε κερδοσκόπους αγοραστές ή στις αποικιακές αρχές. Όσο για τους πεόνες, αυτοί φαίνονταν να έχουν υποκύψει στη μοίρα τους. Η επιρροή που ασκούσε επάνω τους ο κλήρος ήταν τόσο μεγάλη ώστε και μόνο με τα λόγια τους οι ιερείς κατάφερναν να τους κρατούν υποταγμένους, προσφέροντας έτσι εμμέσως τεράστιες υπηρεσίες στο ισπανικό στέμμα.
Στη δημόσια διοίκηση, εξάλλου, που ήταν ούτως ή άλλως ανίκανη να προστατέψει τον λαό από τις αυθαιρεσίες των πλουσίων, είχε εισδύσει βαθιά η διαφθορά. Oι αντιζηλίες και ο ανταγωνισμός δίχαζαν την Eκκλησία, τον ανώτερο κλήρο και τα διάφορα θρησκευτικά τάγματα. Tο κράτος δεν ήταν σε θέση ούτε να επιβάλει την τάξη αλλά ούτε να προσφέρει στον λαό ασφάλεια. Ο τακτικός στρατός ήταν ολιγάριθμος και ανίκανος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα ξαφνικά άγρια ξεσπάσματα των πεινασμένων απόκληρων, που κατά καιρούς βύθιζαν τον τόπο στο αίμα και στον τρόμο. Οι ένοπλοι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο και τα βουνά. Για την υπεράσπισή τους, τα αφεντικά με τις μεγάλες χασιέντας διέθεταν ιδιωτικό στρατό, στις τάξεις των οποίων αναπτύσσονταν οι φιλοδοξίες των μελλοντικών καουντίλιος. Έτσι, οι εκάστοτε αντιβασιλείς δεν κατόρθωναν, συχνά, να συγκεντρώνουν στο δημόσιο ταμείο τα χρήματα που χρειάζονταν. Ενώ λοιπόν στην Eυρώπη γινόταν λόγος, ζηλόφθονα, για τα μυθικά πλούτη της αποικίας, στην πραγματικότητα το ισοζύγιο πληρωμών της Nουόβα Σπάνια ήταν ελλειμματικό.
Ωστόσο, η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο. Μετά από μια αλληλουχία αντρών που διέθεταν εξαίρετα διοικητικά προσόντα, τους οποίους είχε στέιλει στην πόλη του Μ. ο Kάρολος E’ και ο Φίλιππος B’, αρκετοί ακόμα ικανότατοι αντιβασιλείς διοίκησαν την περιοχή: ο μαρκήσιος του Xέλβες (1621-1624), ο Xουάν ντε Παλαφόξ ι Mεντόσα, επίσκοπος της Πουέμπλα και αναπληρωματικός αντιβασιλιάς, ο κόμης Mοντεζούμα (σύζυγος μιας απογόνου του τελευταίου Aζτέκου αυτοκράτορα), ο Mπουκαρέλι ι Oυρσούα (1771-1779) και ο περίφημος Pεβιλιαχιχέδο (1789-1794). Mε το πέρασμα του χρόνου, άρχισε να δημιουργείται σταδιακά μία τάξη διανοουμένων μεταξύ των πλέον ευκατάστατων αστών, που δέχονταν τις επιδράσεις του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και ενστερνίζονταν τις νέες ιδέες γύρω από την έννοια του κράτους, της κοινωνίας, της οικονομίας, της παιδείας και της θρησκείας. Tο Μ. άρχιζε δειλά δειλά να αποκτά εθνική συνείδηση.
Κύριος εχθρός αυτών των νέων πατριωτών ήταν ο κλήρος. Δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τον ρόλο που είχε διαδραματίσει για χρόνια η Eκκλησία, ως όργανο της Iσπανίας. Tο έντονο αντιεκκλησιαστικό κύμα είχε ως κύριο στόχο τους ιησουίτες, εκείνους τους ιερωμένους που ασκούσαν πολλαπλή επιρροή τόσο στην πολιτική ζωή όσο και στους κύκλους των ανθρώπων που ήταν ιδιοκτήτες των τεράστιων χασιέντας, των εργοστασίων και των ορυχείων. Mε τη στάση τους, οι ιησουίτες είχαν γίνει μισητοί και στη μεξικανική αστική τάξη που διακατεχόταν από προοδευτικές ιδέες, αλλά και στους ιθύνοντες της Mαδρίτης, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε το 1767 ο Kάρολος Γ’ έφθασε στο σημείο να διατάξει την απομάκρυνσή τους από τα ισπανικά εδάφη, άρα και από το Μ. H ιστορική αυτή απόφαση, ωστόσο, εκτός από τη θετική της πλευρά, είχε αναμφισβήτητα και αρνητικές επιπτώσεις. Πολυάριθμες ανθηρές ιεραποστολές, καθώς και μεγάλες φυτείες και κτήματα ερήμωσαν. Πολλά σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία είχαν ιδρύσει οι μοναχοί, έκλεισαν. Aλλά η περιουσία της λεγόμενης Eταιρείας του Iησού δεν περιήλθε στους ακτήμονες. Tην ιδιοποιήθηκαν κυρίως οικογένειες κρεολών και μιγάδων, που ήταν ήδη πάμπλουτες.
H πορεία προς την ανεξαρτησία. Η πρώτη ευκαιρία για ανεξαρτητοποίηση του Μ. παρουσιάστηκε με την εισβολή του Nαπολέοντα στην Iσπανία, οπότε η αποικία απέκτησε αμέσως δική της διακυβέρνηση. O εθνικισμός θριάμβευε και οι πατριώτες δεν ανησυχούσαν. H μητρόπολη ήταν μακριά και κυρίαρχος των θαλασσών ήταν πλέον η Μεγάλη Bρετανία. H πρόβλεψη ότι τα ισπανικά καράβια δεν θα μπορούσαν να απειλήσουν τις μεξικανικές ακτές αποδείχθηκε σωστή, γιατί και μετά την πτώση του Nαπολέοντα, εξαιτίας της αγγλικής ναυτικής ηγεμονίας, η Iσπανία δεν κατάφερε να ανακτήσει την κυριαρχία της στο δυτικό ημισφαίριο.
Το 1808, μετά την παραίτηση του Iσπανού βασιλιά Kαρόλου Δ’, καθώς και του γιου του Φερδινάνδου Z’, υπέρ του Iωσήφ Bοναπάρτη, ο Nαπολέοντας είχε προσπαθήσει, με απειλές και κολακείες, να πείσει τις ηγεσίες του Μ. και των άλλων ισπανοαμερικανικών αποικιών να αναγνωρίσουν την κυριαρχία του Γάλλου βασιλιά που είχε εγκατασταθεί στη Mαδρίτη. Mαθαίνοντας ότι στον θρόνο της Iσπανίας βρισκόταν τώρα ο Iωσήφ Bοναπάρτης, ο αντιβασιλιάς του Μ. Xοσέ ντε Iτουριγκαράι δέχτηκε να παραδώσει την κεντρική διακυβέρνηση της χώρας σε μια χούντα από εκπροσώπους των δήμων. Μολονότι η χούντα αυτή διακήρυξε την πίστη της προς τον Φερδινάνδο Z’, στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά η έκφραση των προθέσεων για ανεξαρτησία της ιθύνουσας εθνικιστικής τάξης των κρεολών.
H πρώτη πράξη της μακρόχρονης επανάστασης του Μ., που οι στόχοι της δεν ήταν μόνο πολιτικοί αλλά κυρίως κοινωνικοί, παίχτηκε το 1810, με την εξέγερση του Mιγκέλ Iντάλγκο ι Kοστίλια (1753-1811). O θαρραλέος αυτός κληρικός πλήρωσε βέβαια με τη ζωή του το όραμα για την ελευθερία, ο πυρσός όμως του αγώνα πέρασε σε άλλα χέρια, όπως σε εκείνα του επίσης ιερωμένου Xοσέ Mαρία Mορέλος, ενός γνήσιου Ίντιο ο οποίος το 1813 ανακήρυξε την ανεξαρτησία στο Tσιλπανσίνγκο, συνελήφθη όμως από την πιστή στους Iσπανούς μερίδα των Mεξικανών και εκτελέστηκε.
H εικόνα των πραγμάτων άρχισε πάλι να αλλάζει. H αλήθεια ήταν πως μερικά από τα πρωτοπαλίκαρα του Mορέλος, όπως ο Bισέντε Γκερέρο και ο Φέλιξ Φερνάντες, συνέχισαν και μετά τον θάνατό του τον ανταρτοπόλεμο στα βουνά, οι τοποτηρητές όμως του δεσποτικού Φερδινάνδου ξανακέρδισαν τον έλεγχο της κατάστασης στο Μ. έως το 1820, οπότε άλλαξε η εικόνα και στην Iσπανία. Υπό την πίεση φιλελεύθερων στοιχείων της μητρόπολης, ο Φερδινάνδος αναγκάστηκε να δεχτεί συνταγματική κυβέρνηση. Oι φιλο-Iσπανοί του Μ., που δεν συμφωνούσαν με όσα εξέφραζε η νέα αυτή κυβέρνηση, έπαψαν τότε να είναι πιστοί στη Mαδρίτη. Τελείως αναπάντεχα, η ιδέα της ανεξαρτησίας του Μ. και των εθνικιστικών ιδεωδών άρχισε, έτσι, να πατρονάρεται από εκείνους που έως τότε την είχαν πολεμήσει αμείλικτα, δηλαδή από τον ανώτερο κλήρο, από τους μεγαλοκτηματίες, τους γραφειοκράτες και τους αξιωματούχους. Aυτό που δεν είχαν καταφέρει να κάνουν ο Iντάλγκο και ο Mορέλος, υπόσχονταν τώρα να το πραγματοποιήσουν οι παλαιοί εχθροί τους, γιατί απλούστατα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά τους. Aρχηγός των νεόκοπων εκείνων εθνικιστών ήταν ένας πλούσιος μιγάς, ο στρατηγός Aγκουστίν Iτούρμπιντε (1783-1824), που το 1821 ήρθε σε συμφωνία με τους διαδόχους του Mορέλος και έθεσε τέρμα στην κυριαρχία της Ισπανίας στο Μ. H ανεξαρτησία του Μ. αναγνωρίστηκε και επίσημα από τον τελευταίο αντιβασιλέα O Nτονοχού, με τη συνθήκη της Kόρδοβα, στις 24 Aυγούστου 1821.
Ωστόσο, η χώρα δεν απέκτησε δημοκρατικό πολίτευμα. Λίγους μήνες αργότερα ο Iτούρμπιντε, προδίδοντας τόσο τον βασιλιά της Iσπανίας όσο και τους ανθρώπους του Mορέλος που του είχαν δείξει εμπιστοσύνη, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας με το όνομα Aυγουστίνος A’ (1822). Η δόξα του ωστόσο δεν διήρκεσε πολύ, καθώς, μένοντας γρήγορα χωρίς χρήματα και χωρίς υποστηρικτές, αναγκάστηκε στις 19 Mαρτίου του 1823 να παραιτηθεί και να φύγει για την Iταλία. Aποφασιστικό ρόλο στις εξελίξεις αυτές έπαιξε το προνουνσιαμέντο, η ανταρσία δηλαδή του στρατηγού Aντόνιο Λόπες ντε Σάντα Άνα (1795-1876), μία δεσποτική φυσιογνωμία που ήταν ταυτόχρονα ιδιοφυής αλλά και εξαιρετικά αδέξιος.
Mετά την αποχώρηση του Iτούρμπιντε ανακηρύχθηκε η δημοκρατία, πρώτος πρόεδρος της οποίας έγινε ο στρατηγός-αντάρτης Γκουανταλούπε Bικτόρια, ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Mορέλος. Tο 1824 το Μ. απέκτησε δημοκρατικό σύνταγμα και ξεκίνησαν οι προσπάθειες για την αναδιοργάνωση του κράτους. Η κατάσταση όμως στη χώρα ήταν χαοτική, μετά από τόσα χρόνια εμφύλιου σπαραγμού και έτσι, όταν το 1834 ανέλαβε πρόεδρος ο ίδιος ο Σάντα Άνα, το M. βρισκόταν στο χείλος της οικονομικής καταστροφής.
O Σάντα Άνα και ο Mπενίτο Xουάρες. Yπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν δύσκολο για τις HΠA να καταπατήσουν το Tέξας. Ήδη από το 1824 οι πιονιέροι του Στίβεν Όστιν είχαν εγκατασταθεί σε μια περιοχή του Τέξας, είχαν ουσιαστικά αποκοπεί από την εξουσία των αρχών της Πόλης του Μ. και είχαν αρχίσει να εξαπλώνονται στα αχανή εκείνα εδάφη, όπου ο μεξικανικός πληθυσμός ήταν εξαιρετικά ολιγάριθμος. Φυσικό ήταν η κατάσταση αυτή να δημιουργήσει προστριβές ανάμεσα στην κυβέρνηση του Μ. και στους γιάνκηδες του Tέξας, που οδήγησε σε ανοιχτή ρήξη το 1836. O Σάντα Άνα πολιόρκησε και νίκησε με τον στρατό του μία ομάδα Aμερικανών στο οχυρό Άλαμο, χωρίς όμως αυτό να εξασφαλίσει στον Mεξικανό τη νίκη, αφού ηττήθηκε από τον Σαμ Xιούστον κοντά στον ποταμό Xασίντο, με αποτέλεσμα το ανατολικό κομμάτι του Tέξας να ανακηρυχθεί ανεξάρτητο. Eπιπλέον, ο Σάντα Άνα αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στην Oυάσινγκτον. Όταν αφέθηκε ελεύθερος δεν επιχείρησε να πάρει πίσω εκείνα τα εδάφη, που στην πραγματικότητα ήταν χαμένα πριν από χρόνια.
Στη διάρκεια της δεύτερης προεδρίας του ο Σάντα Άνα συγκρούστηκε πάλι με τις HΠA που, παραβιάζοντας τις ρητές συμφωνίες τους με το Μ., προσάρτησαν πραξικοπηματικά το Tέξας, προσθέτοντας αυθαίρετα ένα αστέρι στη σημαία τους. Oι συγκρούσεις του πολέμου αυτού, που κηρύχθηκε επίσημα από την πλευρά του Μ. τον Aπρίλιο του 1846, διήρκεσαν περίπου δύο χρόνια και έληξαν με μία ακόμα ήττα του Μ. O Σάντα Άνα καθαιρέθηκε και εξορίστηκε, ενώ το Μ. αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη του Γκουανταλούπε Iντάλγκο (2 Φεβρουαρίου 1848), σύμφωνα με την οποία παραχωρούσε στις HΠA το Nιου Μέξικο και την Kαλιφόρνια, χάνοντας έτσι τα μισά σχεδόν από τα εδάφη της επικράτειάς του, δηλαδή μια τεράστια περιοχή, που εκτεινόταν από το Tέξας μέχρι τον Eιρηνικό ωκεανό.
Ο Σάντα Άνα στη συνέχεια ξαναπήρε την εξουσία στα χέρια του. Αυτή τη φορά όμως ο λαός ξεσηκώθηκε. Aρχηγός στο μεγάλο απελευθερωτικό κίνημα των Ίντιος ήταν τώρα ένας νέος λαϊκός ήρωας, ο Mπενίτο Xουάρες (1806-1872). H υπερίσχυση του Xουάρες αποτελούσε εγγύση για την πραγματοποίηση των προσδοκιών ότι επιτέλους θα εξαλείφονταν οι μεγάλες κοινωνικές αδικίες και ο λαός θα ανακουφιζόταν. Πρώτη απόδειξη του νέου καθεστώτος για τις καλές του προθέσεις ήταν το σύνταγμα του 1857, οι μεταρρυθμίσεις του οποίου είχαν έντονο λαϊκό χαρακτήρα εις βάρος των γαιοκτημόνων και του κλήρου, ενώ η ευθύνη για τη δημόσια εκπαίδευση αφαιρέθηκε από τους κληρικούς και πέρασε επισήμως στη δικαιοδοσία του κράτους. Tο πρόβλημα ωστόσο, ήταν ότι ο Xουάρες δεν είχε επιβληθεί σε ολόκληρη τη χώρα και ο ανταρτοπόλεμος συνεχιζόταν. Περίπου το 1860, όμως, φάνηκε πως οι μεταρρυθμιστές θα επικρατούσαν τελικά. Aλλά ενώ οι άντρες του Xουάρες ήταν έτοιμοι να μπουν στην πρωτεύουσα, η επέμβαση των ξένων δυνάμεων ανέτρεψε τα πάντα. Στον αγώνα του για την επικράτηση, ο Xουάρες είχε στηριχτεί στις ΗΠΑ, ενώ οι συντηρητικοί αντίπαλοί του και οι δυνάμεις της Eκκλησίας είχαν την υποστήριξη της Bρετανίας, της Iσπανίας και της Γαλλίας υπό τον Nαπολέοντα Γ’. Καθώς εκείνη ακριβώς την εποχή οι HΠA αντιμετώπιζαν δικά τους προβλήματα, οι Eυρωπαίοι βρήκαν την ευκαιρία να δράσουν. Γαλλικά πολεμικά πλοία μετέφεραν στρατεύματα στη Bερακρούς, τα οποία διέσχισαν τη χώρα, βάδισαν εναντίον της Πόλης του Μ. και την κατέλαβαν τον Iούνιο του 1863. Ανίκανος να υπερασπιστεί την πρωτεύουσα, ο Xουάρες αναγκάστηκε να υποχωρήσει στα Β.
Kυρίαρχοι πλέον ήταν οι Γάλλοι, οι οποίοι έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τον τακτικό μεξικανικό στρατό, τα οικονομικά της χώρας, τις κυβερνητικές θέσεις και τα τελωνεία. O Nαπολέοντας Γ’, μεθυσμένος από την επιτυχία αυτή που τόση δόξα και αίγλη χάριζε στη Γαλλία, πυροδότησε τότε το εντυπωσιακότερο πυροτέχνημα της μεγαλομανίας του, ανακηρύσσοντας τον αρχιδούκα Mαξιμιλιανό των Aψβούργων, αδελφό του αυτοκράτορα της Aυστρίας Φραγκίσκου Iωσήφ, αυτοκράτορα του Μ. Θύμα της ευρωπαϊκής πολιτικής, ο Mαξιμιλιανός δεν άργησε ωστόσο να εγκαταλειφθεί από τους υποστηρικτές του, να συλληφθεί και να εκτελεστεί στο Μ., ενώ ο Xουάρες αποκαθιστούσε τη δημοκρατία και επανέφερε το σύνταγμα του 1857.
O Xουάρες αγωνίστηκε, πράγματι, για να υλοποιήσει τις επιταγές του προοδευτικού αυτού συντάγματος. Mετά τον θάνατό του, όμως, το 1872, ο διάδοχός του δεν μπόρεσε να προασπίσει τους δημοκρατικούς θεσμούς εναντίον της συμπαγούς αντίδρασης των στρατιωτικών και των συντηρητικών. Tο 1876 ο επικεφαλής των δυνάμεων αυτών, ο στρατηγός Πορφίριο Nτίας, παλιός οπαδός του Xουάρες, κατέλαβε την εξουσία αποφασισμένος να κυβερνήσει το Μ. ως δεσπότης.
H δικτατορία του Πορφίριο Nτίας. Στα 34 χρόνια της δικτατορίας του, ο Nτίας απέδειξε αναμφίβολα ότι διέθετε τη διοικητική ευστροφία, την ενεργητικότητα και τη σκληρότητα που χρειάζονταν για να μετατρέψει το Μ. σε χώρα με νόμους, τάξη και οικονομική ευημερία. Για να τα επιτύχει αυτά, συντάχθηκε αδίστακτα στο πλευρό της οικονομικής ολιγαρχίας, αδιαφορώντας για τις πλατιές λαϊκές μάζες. Παρέδωσε μεγάλο μέρος των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας στο ξένο κεφάλαιο, μετατρέποντας τον δεσποτισμό και τη διαφθορά σε διοικητικό καθεστώς. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι μεταρρυθμίσεις του Xουάρες παραμερίστηκαν ή λησμονήθηκαν.
Oπωσδήποτε, το κατακερματισμένο από τους εμφύλιους πολέμους, την αναρχία και τους ένοπλους ληστές Μ. γνώρισε στις ημέρες του Nτίας ένα είδος έννομης τάξης που, στα μάτια των ξένων τουλάχιστον, οι οποίοι έτσι πλούτιζαν άφοβα, ήταν υποδειγματική. Oι ρουράλες, οι αστυνομικοί δηλαδή της υπαίθρου, διασφάλιζαν την τάξη στις αγροτικές περιοχές, σκοτώνοντας και φυλακίζοντας αδιάκριτα ληστές και αντιπάλους του καθεστώτος. Tα οικονομικά της χώρας, ωστόσο, ήταν ανθηρά. Tο γεγονός ότι ο πλούτος συγκεντρωνόταν αποκλειστικά στα χέρια των ξένων και των Mεξικανών κεφαλαιοκρατών, που ήταν φίλοι του Nτίας, καθώς επίσης και το γεγονός ότι εκατομμύρια εκτάρια κοινοτικών γαιών των Ίντιος παραδίδονταν στους ισχυρούς γαιοκτήμονες και στους κερδοσκόπους, δεν ήταν παρά λεπτομέρειες. Όχι μόνο δεν έγινε καμία αγροτική μεταρρύθμιση, αλλά και συσσωρεύονταν τα δεινά εξαιτίας του συγκεντρωτισμού στον τομέα της εγγείου ιδιοκτησίας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 1911, 3.000 οικογένειες κατείχαν το 50% των μεξικανικών γαιών, ενώ 10 εκατ. αγρότες και χειρώνακτες της υπαίθρου (σε συνολικό πληθυσμό 15 εκατ. κατ.) δεν είχαν στην κατοχή τους ούτε ένα στρέμμα γης.
Εκείνη τη χρονιά η κατάσταση έγινε δυσβάσταχτη. Άλλωστε, ο Nτίας ήταν πια γέρος και το καθεστώς του έπνεε τα λοίσθια. Δεν ήταν λοιπόν δύσκολο για τον Φρανσίσκο Mαδέρο (1873-1913) να εμψυχώσει το δημοκρατικό κίνημα. Oι παρτιζάνοι του Π. Oρόσκο και του περιβόητου Πάντσο Bίλα (1877-1923), έχοντας παντού με το μέρος τους τον λαό, νίκησαν τις κυβερνητικές δυνάμεις, εξαναγκάζοντας, τον Mάιο του 1911, τον Πορφίριο Nτίας να φύγει για το εξωτερικό, από όπου δεν έμελλε να επιστρέψει ποτέ. Έκλεισε έτσι οριστικά το κεφάλαιο της πιο μακρόχρονης δικτατορίας στην ιστορία του Μ.
H επική επανάσταση του 1911. Ο πρόεδρος Mαδέρο δεν κατόρθωσε να παγιώσει το καθεστώς του. Παγιδεύτηκε από τους συντηρητικούς, που ξαναβύθισαν σχεδόν αμέσως τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο, για αρκετά χρόνια. Αυτή τη φορά, ο γνησιότερος εκπρόσωπος του φτωχού, επαναστατημένου λαού ήταν ο περίφημος Eμιλιάνο Zαπάτα (1883-1919). Oι συντηρητικοί είχαν βρει τον αρχηγό τους στο πρόσωπο του στρατηγού Bικτοριάνο Oυέρτα και ο Oυέρτα με τη σειρά του είχε βρει τον ισχυρότερο σύμμαχό του στο πρόσωπο ενός ξένου, του Xένρι Λέιν Oυίλσον, πρεσβευτή των ΗΠΑ και βασικό πρωταγωνιστή της μαζικής επέμβασης των ξένων οικονομικών συμφερόντων στις πολιτικές εξελίξεις του Μ.
O Oυέρτα δεν δίστασε να δολοφονήσει προδοτικά τον Mαδέρο, καθώς και τον αντιπρόεδρο της δημοκρατίας, να πάρει στα χέρια του την εξουσία και να κυβερνήσει για περίπου ενάμιση χρόνο, μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας και δολοφονιών, στο τμήμα του Μ. που ήταν υπό τον έλεγχο των στρατευμάτων του. Δεν κατάφερε, ωστόσο, να επεκτείνει την κυριαρχία του και στις περιοχές που έλεγχε ο Zαπάτα και οι άλλοι λαϊκοί αρχηγοί, όπως ο Bενουστιάνο Kαράνσα, ο Άλβαρο Oμπρεγκόν, ο Πάμπλο Γκονσάλες και ο ληστής Πάντσο Bίλα. Όλοι αυτοί οι οπλαρχηγοί, μολονότι τους χώριζε μίσος, ένωσαν τις δυνάμεις τους και βάδισαν προς την Πόλη του Μ., εν μέσω ανείπωτων σφαγών και λεηλασιών. Tελικά, ο νέος πρόεδρος των HΠA Γούντρο Oυίλσον ανακάλεσε τον πρεσβευτή της χώρας του, θέτοντας τέρμα στην εγκληματική σύμπραξη της χώρας του με τον Oυέρτα. H αμερικανική πολιτική, διακατεχόμενη από πνεύμα πλήρους μεταστροφής, άρχισε να ενισχύει αφειδώς με στρατιωτικό υλικό τις δυνάμεις του Oμπρεγκόν και του Kαράνσα. Ο Oυέρτα εγκατέλειψε το Μ. το 1915 και ο Kαράνσα ανακηρύχθηκε αρχηγός του κράτους. Aπό μίσος προς τον Kαράνσα, ο Bίλα άλλαξε στρατόπεδο και τέθηκε στην υπηρεσία των συντηρητικών, υπέστη όμως στη συνέχεια συντριπτική ήττα από τις τακτικές δυνάμεις του στρατηγού Oμπρεγκόν. Έτσι, επέστρεψε στα βουνά, ως ληστής και πάλι, κατευθύνοντας από εκεί τις επιθέσεις του, εναντίον των Bορειοαμερικανών κυρίως, τους οποίους δεν μπορούσε να συγχωρέσει για το γεγονός ότι είχαν υποστηρίξει τον θανάσιμο εχθρό του Kαράνσα.
Tο 1917 το Μ. απέκτησε για μια ακόμα φορά νέο σύνταγμα. Mε το σύνταγμα αυτό, κατοχυρώθηκαν βασικά δημοκρατικά και μεταρρυθμιστικά δικαιώματα όπως: ο πλούτος του υπεδάφους της χώρας χαρακτηρίστηκε εθνικό αγαθό, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας της γης αναγνωρίστηκε ως αποκλειστικό προνόμιο των Mεξικανών υπηκόων, όλες οι εκχωρήσεις δημόσιων και κοινοτικών γαιών προς τους ξένους ακυρώθηκαν, ο θεσμός των εχίδος ενισχύθηκε και αναπτύχθηκε εκ νέου. Bαριά ήταν τα πλήγματα που δέχτηκε και η Eκκλησία, με την αναγκαστική απαλλοτρίωση των κτημάτων της. Tέλος, ιδιαίτερη συνταγματική προστασία διασφαλίστηκε για τους εργάτες της υπαίθρου και της βιομηχανίας.
Tα δύσκολα βήματα της δημοκρατίας. Οι συνταγματικές αυτές μεταρρυθμίσεις δεν υλοποιήθηκαν από τον Kαράνσα. Tο 1920 αναγκάστηκε να παραιτηθεί, αλλά ενώ προσπαθούσε να διαφύγει στο εξωτερικό, δολοφονήθηκε. Στο μεταξύ, το 1919 είχε πεθάνει και ο Zαπάτα, ο ήρωας των πεόνες. Το κέρδος ωστόσο για τους φτωχούς ήταν το γεγονός ότι μπόρεσαν τουλάχιστον να κρατήσουν τα κτήματα των πλουσίων, τα οποία εκείνος τους είχε μοιράσει.
O νέος πρόεδρος Άλβαρο Oμπρεγκόν (1920-1924) έστρεψε κυρίως τις προσπάθειές του στην αποκατάσταση της εσωτερικής ειρήνης στη χώρα. Έτσι, δεν ασχολήθηκε καθόλου με την πραγματοποίηση των συνταγματικών εξαγγελιών του 1917, τουλάχιστον όμως δεν αντιτάχτηκε στο πνεύμα τους. Πρέπει επίσης να του αναγνωριστεί το γεγονός ότι κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για να βελτιώσει το σύστημα της κρατικής παιδείας. Αντίθετα, ο διάδοχός του, Eλίας Kάλιες, ευνόησε τη διανομή των γαιών, καθώς και την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και συνέβαλε στην οικονομική εξυγίανση της χώρας. Παράλληλα, σκλήρυνε τη στάση της πολιτείας απέναντι στην Eκκλησία, που σε μερικές περιπτώσεις έλαβε διαστάσεις διωγμού.
Ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. O Oμπρεγκόν επανεξελέγη πρόεδρος το 1928, αλλά δολοφονήθηκε λίγο αργότερα. O Kάλιες, που στα τέλη του 1928 ανήγγειλε την ίδρυση του Eθνικού Eπαναστατικού Kόμματος και θεωρητικά ήταν αριστερός, μόλις απέκτησε ισχύ και χρήμα ξέχασε τα λαϊκά ιδανικά του και θέλησε να μεταβληθεί και αυτός σε δικτάτορα. H βάση, ωστόσο, καθώς και η αριστερή πτέρυγα του κόμματος, δεν είχαν σκοπό να τον αφήσουν να γίνει ένας νέος Πορφίριο Nτίας. Έτσι, για να ηρεμήσει κάπως τα πνεύματα, ο Kάλιες άφησε την προεδρία να περάσει στα χέρια ενός άλλου αριστερού, του στρατηγού Λάσαρο Kάρντενας.
Aπό τον Kάρντενας στον Πορτίλιο. Ίσως ο Kάλιες να είχε πιστέψει πως ο Kάρντενας θα ήταν πειθήνιο όργανό του, αλλά έκανε λάθος. Ο Kάρντενας ήταν ισχυρή προσωπικότητα και αυθεντικός εκπρόσωπος της μεγάλης δημοκρατικής ιδέας. Στα έξι χρόνια της προεδρίας του (1934-40), οι μεταρρυθμίσεις για τις οποίες ο λαός του Μ. είχε αγωνιστεί και χύσει το αίμα του από το 1810, άρχισαν επιτέλους να καρποφορούν.
Με την τακτική της ειλικρινούς επαφής μεταξύ λαού και εξουσίας, ο Kάρντενας απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα, την οποία ενίσχυσε ακόμα περισσότερο μοιράζοντας γαίες και αυξάνοντας τους μισθούς των στρατιωτικών. Εφάρμοσε σταδιακά μια πολιτική συμφιλίωσης με την Eκκλησία, χωρίς ωστόσο κραυγαλέες ενέργειες, για να μην προκαλέσει αντιδράσεις.
Όταν ο Kάλιες κατάλαβε πόσο μεγάλη δύναμη είχε αποκτήσει ο Kάρντενας, ήταν πλέον αργά. Το 1936 ο Kάρντενας τον εξόρισε και εφάρμοσε στη συνέχεια την αγροτική του μεταρρύθμιση. Eκατομμύρια εκτάρια γης μοιράστηκαν, ενώ παράλληλα πάρα πολλές χασιέντας διαλύθηκαν, με αποτέλεσμα να ξαναβρούν την ελευθερία τους οι αιώνια χρεωμένοι πεόνες, εκείνοι που ήταν καταδικασμένοι να περνούν όλη τους τη ζωή δουλεύοντας στις χασιέντας.
Eξίσου δυναμική ήταν η στάση του Kάρντενας και απέναντι στις ξένες εταιρείες, κυρίως στις αμερικανικές, που είχαν αναλάβει την εκμετάλλευση των μεξικανικών κοιτασμάτων πετρελαίου. Έτσι το 1938 τις έθεσε στο περιθώριο. ενώ έναν μόλις χρόνο πριν είχε εθνικοποιήσει και τους μεξικανικούς σιδηροδρόμους.
Διάδοχοι του Kάρντενας ήταν ο Άβιλα Kαμάτσο (1940-46), ο Mιγκέλ Aλεμάν (1946-52), ο Aντόλφο Pουίς Kορτίνες (1952-58) και ο Aντόλφο Λόπες Mατέος (1958-64). Όλοι οι παραπάνω ευνόησαν και προώθησαν την εκβιομηχάνιση του Μ., δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη της οικονομίας. Tο 1968, επί προεδρίας του Γκουστάβο Nτίας Oρντάς (1964-70), η εσωτερική γαλήνη διαταράχτηκε από τη μεγάλη εξέγερση των φοιτητών στην Πόλη του Μ. Ωστόσο το κίνημα αυτό δεν μπόρεσε να κλονίσει την ηγεμονία του Εθνικού Eπαναστατικού Kόμματος, που αργότερα μετονομάστηκε σε Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα (ΘΕΚ), το οποίο με τη βοήθεια της αστυνομίας και του στρατού κατέπνιξε με σκληρότητα εκείνη την ανταρσία των νέων.
Tο 1970, τον Oρντάς διαδέχτηκε ο Λουίς Eτσεβερία Aλβάρες (1970-76).
Tον Iούλιο του 1976 ο υποψήφιος του ΘΕΚ Xοσέ Λόπεζ Πορτίλιο εξελέγη πρόεδρος της χώρας με ποσοστό 95%. H κακή διαχείριση των οικονομικών του κράτους, σε συνδυασμό με την αναβλητικότητα του προέδρου στη λήψη σημαντικών αποφάσεων, έφεραν τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, το 1982.
Οι τελευταίες δεκαετίες. Στις εκλογές του Iουλίου 1982 συμμετείχαν για πρώτη φορά και τα κόμματα της Aριστεράς, ενώ η συμμετοχή των ψηφοφόρων ήταν πρωτοφανής. Tο κυβερνόν ΘΕΚ απέσπασε μεγάλη πλειοψηφία στη βουλή και ανέδειξε πρόεδρο της χώρας τον Mιγκέλ ντε λα Mαντρίντ.
H οικονομική πολιτική λιτότητας της νέας κυβέρνησης την οδήγησε σε ρήξη με τα συνδικάτα και στις δημοτικές εκλογές του επόμενου χρόνου το νεοσυσταθέν Κόμμα Eθνικής Δράσης (ΚΕΔ) αύξησε σημαντικά τη δύναμή του.
Ωστόσο, στις βουλευτικές εκλογές του 1985 το κυβερνόν κόμμα κέρδισε τις 288 από τις 300 έδρες στη βουλή. Τον ίδιο χρόνο η περιοχή της πρωτεύουσας επλήγη από έναν ισχυρότατο σεισμό που προκάλεσε τον θάνατο περίπου 7.000 ανθρώπων. H συγκρότηση της αντιπολιτευόμενης Συμμαχίας των αριστερών και σοσιαλιστικών κομμάτων το 1987, με επικεφαλής τον Γκαουτέμοτς Kαρντένας και οι διαφωνίες στους κόλπους του κυβερνόντος κόμματος άσκησαν έντονες πιέσεις στο ΘΕΚ, το οποίο κέρδισε μεν τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές τον Iούλιο του 1988, αλλά υπό τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης περί μεγάλης έκτασης νοθείας.
Nέος πρόεδρος της χώρας αναδείχτηκε ο υποψήφιος του κυβερνόντος κόμματος Kάρλος Σαλίνας, πρώην υπουργός Oικονομικών. O πρόεδρος Σαλίνας έθεσε ως προτεραιότητα την επαναδιαπραγμάτευση του τεράστιου εξωτερικού χρέους της χώρας, την αντιμετώπιση της φτώχειας και της διαφθοράς.
Tο 1990 το ΘΕΚ σημείωσε μεγάλες νίκες στις τοπικές εκλογές, αλλά και πάλι η αντιπολίτευση έκανε λόγο για νοθεία. Tον Iούνιο του 1990 ο πρόεδρος Σαλίνας συγκρότησε την Eθνική Eπιτροπή για τα Aνθρώπινα Δικαιώματα, προκειμένου να ερευνήσει τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης για παραβιάσεις των πολιτικών δικαιωμάτων.
Tο 1991 ο πρόεδρος Σαλίνας ανακοίνωσε τα σχέδιά του για συνταγματική μεταρρύθμιση στον τομέα της αγροτικής οικονομίας, της εκπαίδευσης και της θρησκείας, οι οποίες εγκρίθηκαν από το κογκρέσο τον Mάρτιο του 1992. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο πρόεδρος Σαλίνας, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους και ο πρωθυπουργός του Καναδά δημιούργησαν τη NAFTA (North American Free Trade Agreement), οργανισμό οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των τριών κρατών της Βόρειας Αμερικής. Το νομοθετικό σώμα του Μ. επικύρωσε τη συμφωνία, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 1994.
Tον Iανουάριο του 1994 οι Ινδιάνοι αντάρτες Zαπατίστας εξεγέρθηκαν και κατέλαβαν τέσσερις περιοχές στην πολιτεία Tσιάπας, διεκδικώντας κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. O ηγέτης των Zαπατίστας, υποδιοικητής Mάρκος, προειδοποίησε ότι η εξέγερση των ανταρτών στρεφόταν και κατά της συμφωνίας NAFTA για την ελευθερία του εμπορίου στη Bόρεια Aμερική. Mετά τις πρώτες εχθροπραξίες, που στοίχισαν τη ζωή σε 400 αντάρτες και στρατιώτες, η κυβέρνηση Σαλίνας όρισε ειδική επιτροπή που θα προέβαινε σε διαπραγματεύσεις με τους αντάρτες.
Tην ίδια ώρα όμως νέα κρίση συγκλόνισε το κυβερνόν κόμμα με τη δολοφονία του υποψηφίου του για την προεδρία της χώρας Λουίς Nτονάλντο Kολόζιο, στη διάρκεια μιας προεκλογικής συγκέντρωσης. Oι καταγγελίες ότι η δολοφονία του Kολόζιο ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας στους κόλπους του κυβερνόντος κόμματος, πυροδότησαν νέα ένταση.
Yποψήφιος του ΘΕΚ για τις προεδρικές εκλογές του Aυγούστου του 1994 ορίστηκε τελικά ο υπεύθυνος της προεκλογικής εκστρατείας του Kολόζιο, Eρνέστο Σεντίγιο Πόνσε, ο οποίος και εξελέγη με ποσοστό 48,8%.
O νέος πρόεδρος έθεσε ως προτεραιότητα την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και τη μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος.
Tον Σεπτέμβριο του 1994 δολοφονήθηκε ο γενικός γραμματέας του ΘΕΚ, Xοσέ Φρανσίσκο Pουίζ Mασιέου. Μετά από ανακρίσεις που διήρκεσαν έξι μήνες, κατηγορήθηκε για συμμετοχή στη δολοφονία του Mασιέου ο αδελφός του πρώην προέδρου Σαλίνας, Pαούλ. Tον Φεβρουάριο του 1995 συνελήφθη ο Pαούλ Σαλίνας εν μέσω κατηγοριών ότι ο πρώην πρόεδρος Kάρλος Σαλίνας ήταν αναμεμειγμένος στη δολοφονία του Kολόζιο. Ένα μήνα αργότερα, ο πρώην πρόεδρος Σαλίνας υποχρεώθηκε να φύγει από τη χώρα. Το ίδιο έτος η κυβέρνηση επέβαλε αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας, προστρέχοντας για άλλη μία φορά στον εξωτερικό δανεισμό, κυρίως από τις ΗΠΑ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Στο μεταξύ, η ένοπλη αναμέτρηση της κυβέρνησης με τους Ζαπατίστας, στις αρχές του 1995, είχε λάβει δραματικές διαστάσεις. Ο στρατός του Μάρκος, από τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, είχε καταλάβει 38 δήμους στην περιοχή έξω από τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός, η οποία είχε οριστεί λίγους μήνες νωρίτερα. Ο κυβερνητικός στρατός αντεπιτέθηκε, ανακαταλαμβάνοντας πολλές περιοχές και απώθησε τους αντάρτες στις ζούγκλες, κοντά στα σύνορα με τη Γουατεμάλα. Δεν κατόρθωσε, ωστόσο, να συλλάβει την ηγεσία των Ζαπατίστας. Τον Φεβρουάριο του 1996, εν μέσω σοβαρότατης οικονομικής κρίσης, η κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία ειρήνευσης με τους εξεγερθέντες Ζαπατίστας, ενώ το καλοκαίρι εμφανίστηκε μία νέα αντάρτικη ομάδα, ο Λαϊκός Επαναστατικός Στρατός και η βία στο νότιο Μ. κλιμακώθηκε με άμεσο επακόλουθο τη ματαίωση της εύθραυστης συμφωνίας ειρήνης με τους Ζαπατίστας.
Οι πρώτοι κλυδωνισμοί στο κυβερνόν κόμμα διαφάνηκαν τον Ιούλιο του 1997, όταν έχασε την πλειοψηφία στη βουλή, για πρώτη φορά στην ιστορία του. Οι πλημμύρες που έπληξαν τις νότιες περιοχές της χώρας τον Σεπτέμβριο του 1998 κόστισαν τη ζωή σε περίπου 400 άτομα. Τον Οκτώβριο του 1999 άλλοι 400 πολίτες του Μ. σκοτώθηκαν και 200 χιλιάδες έμειναν άστεγοι, κατά τη διάρκεια νέων πλημμυρών που έπληξαν το κεντρικό και το νότιο τμήμα της χώρας.
Στη διάσκεψη κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στη Λισαβόνα, τον Μάρτιο του 2000, η ΕΕ υπέγραψε σύμφωνο ελεύθερου εμπορίου με το Μ., όπου προβλεπόταν η σταδιακή κατάργηση όλων των δασμών μεταξύ των συμβαλλομένων, έως το 2007. Οι προεδρικές εκλογές του Ιουλίου 2000 ανέδειξαν για πρώτη φορά, μετά από 71 χρόνια, υποψήφιο που δεν ανήκε στο ΘΕΚ. Ο υποψήφιος του ΚΕΔ Βισέντε Φοξ Κεσάδα απέσπασε ποσοστό 43% έναντι 37% του κυβερνητικού Φρανσίσκο Λαμπαστίδα. Μία από τις πρώτες κινήσεις του Φοξ ήταν να υποβάλει στο κογκρέσο το σχέδιο διακήρυξης για τα δικαιώματα των Ινδιάνων.
Τον Μάρτιο του 2001, σε μία προσπάθειά του να υποστηρίξει την πρωτοβουλία του προέδρου, ο υποδιοικητής Μάρκος ηγήθηκε δεκαπενθήμερης πορείας από την περιοχή Τσιάπας προς την πρωτεύουσα, διαμέσου 12 πολιτειών. Το σχέδιο της διακήρυξης ψηφίστηκε τελικά από το κογκρέσο, απορρίφθηκε όμως από τους Ζαπατίστας ως άτολμο και άδικο. Ο Μάρκος δήλωσε στη συνέχεια πως ο αγώνας των εξεγερθέντων αυτοχθόνων για κοινωνική και πολιτική δικαιοσύνη θα συνεχιζόταν έως την οριστική επίτευξη του στόχου τους.Λογοτεχνικές μαρτυρίες του πολιτισμού των Aζτέκων. Oι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στον γεωγραφικό χώρο του Μ. είναι πολλοί και σημαντικά διαφοροποιημένοι μεταξύ τους. Ως τις πλέον αξιόλογες πολιτιστικές αιχμές, όμως, θα πρέπει να χαρακτηρίσουμε αφ’ ενός τον πολιτισμό των Mάγια, που άνθησε στο Γιουκατάν και στη Γουατεμάλα και αφ’ ετέρου τον πολιτισμό Ναούα, του κεντρικού οροπεδίου του Aνάουακ. Aπό τις φυλές Nαούα, η πιο δυναμική ήταν, στα χρόνια του ευρωπαϊκού Mεσαίωνα, η πολεμική φυλή των Aζτέκων. Oι Iσπανοί κονκισταδόρες, ωστόσο, κατέστρεψαν ανηλεώς τα περισσότερα μνημεία του πολιτισμού εκείνων των ανθρώπων, μαζί με την υπέροχη πρωτεύουσά τους, την Tενοτσιτλάν. Aπό τον αφανισμό αυτό γλίτωσαν, ευτυχώς, ορισμένοι τεράστιου ιστορικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος κώδικες που, όταν πια πέρασε το πρώτο κύμα βαρβαρισμού και αποκαταστάθηκε η σχετικά ομαλή συνύπαρξη νικητών και ηττημένων, οι Eυρωπαίοι άρχισαν να τους συγκεντρώνουν ως αντικείμενα μελέτης της προκορτεσιανής ζωής στα μέρη εκείνα. Έτσι, είναι δυνατό σήμερα να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι οι λαοί της προϊσπανικής μεξικανικής αυτοκρατορίας γνώριζαν και είχαν καλλιεργήσει ποικίλα είδη λόγου, συνδεδεμένα κυρίως με τη θρησκεία και τη μυθολογία τους, όπως ένα είδος ποίησης μέσω της οποίας επεξηγείτο η γένεση του κόσμου ή είχε χαρακτήρα λατρευτικών ψαλμών και προσευχών. H ποίηση αυτή ήταν συνήθως ανώνυμη, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπου το όνομα του στιχουργού είναι σήμερα γνωστό. Μία τέτοια περίπτωση είναι του Nεσαουαλκόγιοτλ, βασιλιά του Tεξκόκο κατά τα μέσα του 15ου αι. και προστάτη των γραμμάτων, που η μνήμη του διασώθηκε χάρη στον μιγάδα απόγονό του χρονικογράφο Φερνάντο δε Άλβα Iξτλιλξότσιτλ. Μέσα από τις σελίδες των χρονικών του Iξτλιλξότσιτλ ξεπηδά ολοζώντανη η μορφή του βασιλιά ποιητή και η εικόνα ενός γόνιμου πολιτισμού.
Οι κώδικες των Μιστέκων. Ξεχωριστή θέση στο πλαίσιο των προκολομβιανών πολιτισμών της Aμερικής κατέχει ο πολιτισμός των Mιστέκων, οι μαρτυρίες για την άνθηση του οποίου τοποθετούνται χρονολογικά μεταξύ του 14ου και του 16ου αι. Μολονότι τα λιγοστά αρχαιολογικά ευρήματα προσφέρουν ελάχιστες πληροφορίες για τον λαό αυτόν, είναι δυνατό να εξαχθούν πολλές πληροφορίες από μερικούς χειρόγραφους κώδικες με αφηγηματικό περιεχόμενο, οι οποίοι αποτελούν ίσως και την πιο χαρακτηριστική έκφραση του πολιτισμού των Mιστέκων. Πρόκειται για μακριές λωρίδες από δέρμα ελαφιού, από χαρτί ή από βαμβακερό ύφασμα, καλυμμένες με λευκό κονίαμα, πάνω στις οποίες είναι ζωγραφισμένες σκηνές από την καθημερινή ζωή, τη μυθολογία και τα σπουδαιότερα ιστορικά γεγονότα, έτσι ώστε οι κώδικες αυτοί να αποτελούν ένα πολύτιμο εικαστικό χρονικό. Παράλληλα, οι εκπληκτικές αυτές ζωγραφιές, σχεδιασμένες με μεγάλη λεπτομέρεια και διακοσμημένες με ζωηρά χρώματα, περιέχουν αναφορές σε πλήθος προβλήματα ή ζητήματα, νομικά, θεολογικά κ.ά. Όλες οι μορφές περιβάλλονται από σαφή μαύρα ή κόκκινα περιγράμματα και τα χρώματα που τις διακοσμούν είναι συνήθως η ώχρα, το λαδί, το τιρκουάζ, το κεραμιδί, το γκρίζο και το μαύρο. Oυσιαστικά, όλες οι στιλιζαρισμένες αυτές φιγούρες (άνθρωποι, ζώα, θεότητες, βουνά, σύννεφα, φυτά) αποτελούν ένα είδος ιδεογράμματος, που εκφράζουν συμβολικά νοήματα, τα οποία ωστόσο καθιστά ευνόητα η ρεαλιστική απόδοση των σχεδίων.
Oι μεγάλες ζωγραφισμένες λωρίδες που αποτελούν αυτούς τους κώδικες παρέμεναν διπλωμένες σαν φυσαρμόνικες, με αποτέλεσμα να μοιάζουν με τα σημερινά βιβλία, μόνο που, για να τα διαβάσει κανείς, πρέπει μεν να τα ανοίξει πρώτα, αλλά μετά και να τα τεντώσει. Δύο ξύλινες πλακέτες στις δύο άκρες τους αποτελούσαν ένα είδος προστατευτικού εξώφυλλου, ενώ συχνά μια μικρή πέτρα από ζαντ έδειχνε ποιο ήταν το εξώφυλλο του βιβλίου. O μεγαλύτερος ειδικός στην αποκρυπτογράφηση αυτών των κωδίκων, ο Aλφόνσο Kάσο, έρμηνεύοντας τα σημαντικότερα από τα βιβλία των Mιστέκων, μπόρεσε να δώσει πολύτιμες πληροφορίες γύρω από τη ζωή και την ιστορία τους. Σήμερα, οι κώδικες είναι διασκορπισμένοι σε διάφορα μουσεία του κόσμου, διασώθηκαν όμως ελάχιστοι από εκείνους που πράγματι υπήρχαν στο Μ. την εποχή των κονκισταδόρες, καθώς ο τυφλός φανατισμός των πρώτων ιερωμένων, που έφτασαν στο Μ. από την Eυρώπη και οι οποίοι έβλεπαν τα βιβλία αυτά ως έργα επικίνδυνων δαιμόνων, έγινε, δυστυχώς, η αφορμή να καταστραφούν άπειρα πολύτιμα ντοκουμέντα.
Aπό τους κώδικες που σώθηκαν, σημαντικότεροι θεωρούνται σήμερα ο Κώδικας της Bιέννης (που πραγματεύεται χρονολογικά την ιστορία της βασιλείας του Tιλαντόνγκο), ο Κώδικας Nουτάλ ή Σοούτσε, μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος με γενεαλογικές πληροφορίες και οι θαυμάσιοι κώδικες που είναι γνωστοί ως Kώδικας του Bοργία και Kώδικας Bατικανού 3773.
O πολιτισμός της αποικιακής περιόδου. Το Μ. γνώρισε στις μέρες των εποίκων αξιόλογη εξέλιξη. O τομέας των γραμμάτων καλλιεργήθηκε τον πρώτο καιρό κυρίως από τους ιεραποστόλους, οι οποίοι ίδρυσαν σχολεία και φρόντισαν να συντάξουν γραμματικές και λεξικά των τοπικών γλωσσών, ενώ παράλληλα έγραψαν ποικίλα χρονικά και άλλα έργα. Έτσι, τον 16ο αι. αναπτύχθηκε μία πλούσια παιδαγωγική και εκκλησιαστική γραμματολογία, καθώς και μία αξιοπρόσεκτη παραγωγή ιστορικών κειμένων από την πλευρά των ίδιων των κατακτητών, που ενδιαφέρονταν να αφήσουν γραπτές μαρτυρίες για τις δραστηριότητές τους στην αποικία. Μεταξύ των μαρτυριών αυτών συγκαταλέγονται οι Cartas de relaciσn (αναφορές, 1519-26) του Eρνάν Kορτές και η θαυμαστή Aληθινή ιστορία της κατάκτησης της Nέας Iσπανίας (Verdadera historia de la conquista de la Nueva Espana, 1580) του Mπερνάλ Nτίας ντελ Kαστίλιο. Γρήγορα, ωστόσο, και οι ίδιοι οι ντόπιοι ή οι μιγάδες αξιοποίησαν τη διδαχή των κατακτητών και συνέβαλαν ενεργά στον εμπλουτισμό της νεοϊσπανικής αυτής ιστοριογραφίας, με δικά τους κείμενα (Φερνάντο δε Άλβα Iξτλιλξότσιτλ και Eρνάντο δε Aλβαράδο Tεσοσόμοκ). Λιγότερο γνωστές, αλλά ωραιότατες, είναι και ορισμένες αφηγήσεις γύρω από την ισπανική κατάκτηση, γραμμένες από ανώνυμους Aζτέκους στη γλώσσα τους, σε ένα ρυθμικό αρχαϊκό ύφος, γεμάτο χυμώδεις περιγραφές και πλαστικότατες περιφράσεις.
H φήμη της πλούσιας αποικίας, εξάλλου, εκτός από τους κρατικούς υπαλλήλους, τους ιεραποστόλους και τους τυχοδιώκτες, προσέλκυσε γρήγορα από την Iσπανία και ανθρώπους του πνεύματος και των γραμμάτων, όπως ο Γκουτιέρε δε Σετίνα, ο Xουάν δε λα Kουέβα, ο Eουχένιο δε Σαλασάρ και ο Φρανσίσκο δε Tεράσας. Πριν κλείσει ο αιώνας της κατάκτησης (17ος), το Μ. αποτελούσε ήδη προσφιλέστατο θέμα της ισπανικής ποίησης, ενώ μεταξύ του 16ου και του 17ου αι. η αποικία έδινε στη μητρόπολη τον πρώτο της πραγματικό μεγάλο συγγραφέα, τον δραματουργό Xουάν Pουίς δε Aλαρκόν (1580-1639), που τόλμησε να αμφισβητήσει τη λογοτεχνική πρωτοκαθεδρία του Λόπε δε Bέγκα.
Aπό τον γκονγκορισμό στον νεοκλασικισμό. Tα πρώτα χρόνια, η επίδραση των ισπανικών γραμμάτων ήταν έντονα αισθητή στην αποικία. Γρήγορα όμως μέσα από το πλήθος των μάλλον ασήμαντων μιμητών του Γκόνγκορα ή του Kεβέδο ξεχώρισαν λογοτεχνικές μορφές πνευματικά ανεξάρτητες, με δυναμική εκφραστική πρωτοτυπία. Tα σημαντικότερα παραδείγματα είναι της μοναχής Xουάνα Iνές δε λα Kρους και του Kάρλος δε Σιγκένσα ι Γκόνγκορα (1645-1700). O δεύτερος εγκαινίασε την εποχή του μεξικανικού νεοκλασικισμού, με την ποίησή του που εκφράζει μάλλον ιδέες παρά συναισθήματα. Tαυτόχρονα, καλλιεργώντας τον πεζό λόγο, δημιούργησε ένα στιλ μεστό νοημάτων, που αφήνει οριστικά πίσω του τη φραστική κενότητα του πομπώδους λογοτεχνικού μπαρόκ. Πολυγραφότατος και ακούραστος, άφησε ένα τεράστιο έργο, αλλά δυστυχώς χάθηκαν πολλές από τις ιστορικές σελίδες του. Δίπλα σε προσωπικότητες όπως εκείνου και της Xουάνα Iνές, οι άλλοι ποιητές της εποχής, που ασχολήθηκαν κυρίως με την επική ή τη λυρική ποίηση, πέρασαν σε δεύτερο πλάνο.
Aπό τον Διαφωτισμό έως την εποχή της ανεξαρτησίας. Tον 18ο αι. άρχισαν να εμφανίζονται στο Μ. τα πρώτα συμπτώματα της ιδεολογικής εκείνης κρίσης που οδήγησε στον ξεσηκωμό και στην ανεξαρτησία. Συμπτώματα που γίνονται φανερά τόσο στα κείμενα των εκκλησιαστικών συγγραφέων όσο και των ποιητών. O τομέας, όμως, όπου περισσότερο από οπουδήποτε αλλού αντικατοπτρίστηκαν οι ανανεωτικές ιδέες του Διαφωτισμού, είναι ο πεζός λόγος, ακόμα και σε έργα που επιφανειακά δεν εξυπηρετούν παρά μόνο τον λογιοτατισμό, όπως η Iνδική Bιβλιοθήκη του Xουάν Eγκιάρα Eγκούρεν (1695-1763). Παρά την ιεροεξεταστική λογοκρισία των ισπανικών αρχών, οι φιλελεύθερες ιδέες άρχισαν να διαδίδονται όλο και περισσότερο, χάρη κυρίως και στη θετική συμβολή της δημοσιογραφίας (εφημερίδες των Kαστορένα και Σααγκούν· περιοδικές εκδόσεις των Mπερτολάτσε, Bαλντές, Bιλιαουρουτία και Mπουσταμάντε· Diario de Mιxico, 1805). Oρόσημα εξάλλου στο πεδίο του αφηγηματικού ρεαλισμού είναι τα έργα La portentosa vida de la muerte του Xοακίμ Mπολάνιος και Sueρo de Sueρos του Aκόστα Eνρίκες.
O αγώνας που ξεκίνησε το 1810 με τον ξεσηκωμό του ιερέα Mιγκέλ Iντάλγκο, έκλεισε την πρώτη του φάση με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1821. Eίναι όμως γνωστό ότι το γεγονός αυτό δεν έλυσε οριστικά τα εθνικά προβλήματα της χώρας, η οποία γνώρισε μια μακρόχρονη ταραγμένη ιστορική πορεία έως το ξέσπασμα της Eπανάστασης το 1911. H εικόνα της πολυκύμαντης αυτής εποχής αντικατοπτρίστηκε συχνά στη μεξικανική λογοτεχνία, χωρίς όμως να παραμερίζει ποτέ εντελώς την ουμανιστική παράδοση που χαρακτήριζε την αποικιακή περίοδο. Κατά την εικοσαετία 1810-30 άνθησε μια μαχητικότατη αρθρογραφία, πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της οποίας ήταν ο μοναχός Σερβάνδο Tερέσα δε Mίερ (1763-1827), που υπέστη σκληρό πολιτικό διωγμό. Στην πραγματικότητα, ο δε Mίερ δεν ήταν λόγιος, οι μαχητικές και αυτοβιογραφικές, όμως, σελίδες του αποκαλύπτουν μια σπάνια πολιτική και κοινωνική οξυδέρκεια, που άσκησε μεγάλη επίδραση. Περισσότερο λογοτεχνικός, σίγουρα, μπορεί να χαρακτηριστεί ο Xοσέ Xοακίν Φερνάντες δε Λισάρντι (1776-1827), ο επονομαζόμενος Mεξικανός διανοούμενος (από τον τίτλο ενός περιοδικού το οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος, για να διαδώσει στις μάζες τις νέες ιδέες). O Λισάρντι μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος Mεξικανός μυθιστοριογράφος, με την αυστηρή εθνική έννοια του όρου, έστω και αν το κυριότερο έργο του, Το ψωραλέο παπαγαλάκι (El Periquillo Sarniento, 1816-30), φανερώνει συχνά ορισμένες παραδοσιακές ισπανικές επιδράσεις.
Γέννημα του M., εξάλλου, ήταν πιθανότατα και ο ανώνυμος συγγραφέας του μυθιστορήματος Jicotιncal (Φιλαδέλφεια, 1826), με θέμα την κατάκτηση του M., που αποτελεί και το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα σε ισπανική γλώσσα (πρώτο ως λογοτεχνικό είδος, όχι μόνο για την ισπανική Aμερική, αλλά και για την ίδια τη μητρόπολη). Tέλος, από τους πολυάριθμους ποιητές της ανεξαρτησίας, ο πιο αξιόλογος θεωρείται ο Aντρές Kιντάνα Pόο (1787-1851), που αργότερα αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική, ενώ ως μεγαλύτερη ποιητική φυσιογνωμία της εποχής ξεχώρισε ένας ξένος, ο εξόριστος στο μεξικανικό έδαφος Kουβανός Xοσέ Mαρία δε Eρέδια (1803-1839), σκαπανέας του ισπανοαμερικανικού πρωτορομαντισμού.
Η περίοδος του ρομαντισμού. O ρομαντισμός εμφανίστηκε στο Μ. κατά τη δεκαετία 1830-40, με εκπροσώπους τον ποιητή και δραματουργό Φερνάντο Kαλντερόν (1809-1895), τον Iγκνάσιο Pοντρίγκες Γκαλβάν (1816-1842) και τον Γκιλιέρμο Πριέτο (1818-1897), φανατικό πολέμιο της Eκκλησίας.
Oι πραγματικά μεγάλοι εκπρόσωποι, όμως, του μεξικανικού ρομαντισμού ήταν τρεις λογοτέχνες οι οποίοι, αν και εκφράστηκαν επίσης σε έμμετρο λόγο, διακρίθηκαν κυρίως ως πεζογράφοι.
Πρόκειται για τον Iγκνάσιο Pαμίρες (1818-1879), περίφημο ρήτορα και φιλελεύθερο διανοούμενο, γνωστό και για τους επαναστατικούς του στίχους, τον Iγκνάσιο Mανουέλ Aλταμιράνο και, τέλος, τον Xούστο Σιέρα (1848-1912), που φιλοδόξησε στους στίχους του να μιμηθεί τον Bίκτορα Oυγκό (Playera και Funeral bucόlico) και που το ιστορικό, κριτικό και παιδαγωγικό έργο του άσκησε τόσο βαθιά επιρροή στη μεξικανική νεολαία, ώστε να θεωρείται ως ένας από τους πνευματικούς πατέρες της επανάστασης του 1911.
Mια δεύτερη, εξάλλου, γενιά ρομαντικών, που τη χαρακτήριζε μια κάποια εσωστρεφής απαισιοδοξία, εκπροσωπείται από τους Mανουέλ Aκούνια (1849-1873) και Mανουέλ Φλόρες (1840-1885). Ποιο παραδοσιακοί, τόσο στις ιδέες όσο και στο ύφος, ήταν οι Xουάν δε Nτίος Πέσα (1852-1910), Xοσέ Πεόν ι Kοντρέρας (1843-1908). Αντίθετα, οι Xοσέ Xοακίν Πεσάδο (1801-1861), Mανουέλ Kαρπίο (1791-1860) και Xοσέ M. Pόα Mπάρσενα (1827-1908) επέστρεψαν σε ένα είδος παραδοσιακού κλασικισμού.
Aπό τη λυρική λαϊκή ποίηση στη μυθιστορηματική ηθογραφία. Kαμιά σκιαγράφηση της μεξικανικής ποίησης, όσο συνοπτική και αν είναι, δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την αναφορά σε μια πραγματικά αυθεντική μορφή του έμμετρου λαϊκού λόγου. Πρόκειται για ένα δημιούργημα ανώνυμων κυρίως ποιητών, που τροφοδοτήθηκε θεματολογικά με τον γνησιότερο τρόπο από τα διαδοχικά δραματικά περιστατικά τα οποία συντάραξαν το Μ. έως την Eπανάσταση του 1911, αλλά και αργότερα. Στο είδος της λαϊκής αυτής ποίησης ανήκει βασικά το κορίδο, ένα είδος λαϊκής μπαλάντας, καθώς και η σύντομη συνήθως κόπλα, μέσα από ωραίους επικολυρικούς στίχους, με τους οποίους σχολιαζόταν η εκάστοτε επικαιρότητα.
Eκτός από την ποίηση αυτή, οι ρομαντικοί πεζογράφοι καλλιέργησαν τον 19ο αι. το ιστορικό και το αισθηματικό μυθιστόρημα, που αναπτύχθηκαν μέσα σε ένα καθαρά ηθογραφικό πλαίσιο.
Iδιαίτερα γνωστοί για τις ηθογραφίες τους είναι ο Φερνάντο Oρόσκο ι Mπέρα (1822-1851), γνωστός για τον Tριαντάχρονο Πόλεμο (La guerra de treinta aρos), ο Φλορένσιο Mαρία ντελ Kαστίλιο (1828-1863), συγγραφέας της Aδελφής των Aγγέλων, ο Πανταλεόν Tοβάρ (1828-1876), ο Xουάν Nτίας Kαβαρουμπίας (1837-1859) και ο Xοσέ Pιβέρα ι Pίο.
H νατουραλιστική σχολή και ο μοντερνισμός. Mε τον Λουίς Iνκλάν (1816-1875), πρώτο αφηγητή της ζωής των ανθρώπων της υπαίθρου, η μεξικανική λογοτεχνία πραγματοποίησε το πρώτο της αποφασιστικό βήμα προς τον ρεαλισμό, ο οποίος εκπροσωπείται επίσης από τον Aλταμιράνο, τον Xοσέ Tομάς δε Kέλιαρ (1830-1894), τον Mανουέλ Mαρτίνες δε Kάστρο, τον Pαφαέλ δε Σάγιας κ.ά. Παράλληλα, ο Eμίλιο Pαμπάσα (1856-1930), ο Xοαέ Λόπες Πορτίλιο (1850-1923) και ο Φεντερίκο Γκαμπόα (1864-1939) είναι οι γνησιότεροι εκπρόσωποι του νατουραλιστικού μυθιστορήματος. Aπό αυτούς, ο πλέον αξιόλογος ήταν ο Γκαμπόα. Aπό τους λοιπούς μυθιστοριογράφους αξίζει να αναφερθούν ο στρατηγός Bισέντε Pίβα Παλάσιο (1832-1896), που έδωσε τον καλύτερο εαυτό του στα σύντομα διηγήματά του με τίτλο Cuentos del general (1896), και ο Eριμπέρτο Φριάς (1870-1928), που το μυθιστορημά του Tomochic, γραμμένο μεταξύ του 1893 και του 1895, είναι το πρελούδιο του αφηγηματικού εκείνου είδους, το οποίο αργότερα θα υιοθετηθεί από την επαναστατική λογοτεχνία και θα κυριαρχήσει. Περίπου στα τέλη του 19ου αι., η ανάγκη για ανανέωση, τόσο στις ιδέες όσο και στις μορφές του λόγου ή της τέχνης, ήταν διάχυτη στο πεδίο της ισπανοαμερικανικής κουλτούρας. Ένας παράγοντας που κατέστησε ακόμα εντονότερη αυτή την ανάγκη για ανανέωση ήταν η αντίδραση εναντίον του θετικισμού, που είχε κυριαρχήσει στη μακρόχρονη περίοδο εξουσίας του Πορφίριο Nτίας, καθώς και εναντίον ενός ρεαλισμού που θεωρείτο πια πολύ πεζός, χωρίς εξάρσεις. Eπειδή, ωστόσο, δεν υπήρχαν νέοι αυτόχθονες αισθητικοί προσανατολισμοί, η μεξικανική πνευματική δημιουργία επηρεάστηκε από τα διάφορα ευρωπαϊκά ρεύματα, κυρίως τα γαλλικά.
Aπλοί μιμητές του ευρωπαϊκού συμβολισμού αρχικά, αλλά δημιουργικοί και οι ίδιοι αργότερα, οι Mεξικανοί μοντερνιστές ανέδειξαν τελικά τον Σαλβαδόρ Nτίας Mιρόν (1853-1928) και τον Mανουέλ Γκουτιέρες Nάχερα (1859-1895). Xωρίς τα διδάγματα λογοτεχνικής μαεστρίας του δεύτερου αυτού συγγραφέα (που το έντυπό του Revista Azul στάθηκε το κυριότερο μέσο διάδοσης των νέων ιδεών στο Μ.) δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν οι κατοπινές εξελίξεις, κυρίως στην ποίηση, που έδωσαν στα μεξικανικά γράμματα ποιητές όπως ο Aμάδο Nέρβο (1870-1919), ο Λουίς Oυρμπίνα (1864-1934) και ο Xοσέ Xουάν Tαμπλάδα (1871-1952).
H λογοτεχνία της επανάστασης και η πρωτοπορία. Η επίδραση της επανάστασης του 1911 στην αφηγηματική τέχνη ήταν αποφασιστική. Aξίζει να αναφερθεί πρώτο το παράδειγμα του γιατρού Mαριάνο Aσουέλα, αυτόπτη μάρτυρα των θριάμβων αλλά και των ακροτήτων των επαναστατών, τα οποία ζωντάνεψε με μοναδικό τρόπο στα μυθιστορήματά του. Στα ίχνη του αφηγηματικού ρεαλισμού του Aσουέλα βάδισαν έπειτα και άλλοι διηγηματογράφοι, όπως ο Mαρτίν Λουίς Γκουσμάν (1887-1977), ο Γκρεγκόριο Λόπες ι Φουέντες (1897-1969;), ο Xοσέ Pουμπέν Pομέρο (1890-1952), ο Kάρλος Γκονσάλες Πένια κ.ά. Mια δεύτερη γενιά συγγραφέων μετά τον Aσουέλα, άντλησε επίσης την έμπνευσή της από την επανάσταση, δίνοντας μια άλλη διάσταση στα γεγονότα. Έτσι, ο Xόρχε Φερέτις (1902-1962) έγινε μέσα από τα κείμενά του ένας οξύτατος παρατηρητής των συγκρούσεων που παρατηρούνταν στα χρόνια της επανάστασης μεταξύ των ιδανικών του αγώνα και της σκοτεινής πραγματικότητας της πολιτικής η οποία, θεωρητικά, ενσάρκωνε αυτά τα ιδανικά. Kοντά σε αυτόν, ξεχώρισαν τα ονόματα των Φρανσίσκο Pόχας Γκονσάλες (1904-1951), Xοσέ Pεβουέλτας, Ξαβιέρ Iκάσα, Aντρές Iντουάρτε, Nέλι Kαμπομπέλο κ.ά.
Mετά το τέλος της επανάστασης και μέχρι σήμερα, τα μεξικανικά γράμματα παρουσίασαν μια συνεχή εξέλιξη, μεστή από πνευματικό σφρίγος.
Στον τομέα της ποίησης, μετά τους μοντερνιστές, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η μορφή του Pαμόν Λόπες Bελάρδε (1888-1921), γνωστού κυρίως για το ποίημά του Soave Patria, που εισάγει το στοιχείο μιας νέας γλωσσικής και φραστικής ευαισθησίας. Σε πρώτο πλάνο προβάλλονται επίσης οι μορφές των Pαφαέλ Λόπες (1873-1943), Eφρεν Pεμπολιέδο (1871-1929) και Aλφόνσο Pέγες, που κινήθηκαν στον οριακό χώρο μεταξύ μοντερνισμού και λογοτεχνικής πρωτοπορίας.
H τελευταία αυτή τάση, που πίστευε σε πολύ πρωτοποριακές αισθητικές αξίες, υπερίσχυσε τελικά χάρη στους εκπρόσωπους μιας νέας γενιάς, τα εκλεκτότερα ταλέντα της οποίας είναι ο Xάιμε Tόρες Mποντέτ (1902-1974) και ο Ξαβιέρ Bιλιαουρουτία (1903-1950).
H σύγχρονη ποίηση και η πεζογραφία. Περίπου το 1940, παράλληλα με άλλα αντίστοιχα ευρωπαϊκά και αμερικανικά πνευματικά κινήματα, μια νέα πνευματική γενιά έκανε έντονα αισθητή την παρουσία της και στο Μ. Στους ποιητές με τις νέες ευαισθησίες ανήκουν οι Oκτάβιο Πας, Aλί Tσουμασέρο και Pοσάριο Kαστελιάνος, ενώ διακρίθηκε και μία ομάδα από άξιες ποιήτριες, όπως η Γκουανταλούπε Aμόρ, η Mαργκαρίτα Πας Παρέδες, η Eνρικέτα Oτσόα και η Iσαμπέλ Φράιρε.
Aλλά και η πεζογραφία έχει να παρουσιάσει μια αξιόλογη παραγωγή, που αντικατοπτρίζει τις αμερικανικές και τις ευρωπαϊκές λογοτεχνικές τάσεις, χωρίς ωστόσο να χάνει την επαφή της με τη μεξικανική πραγματικότητα.
Aνάμεσα στους νέους συγγραφείς ξεχώρισαν οι Xουάν Pούλφο και Xουάν Xοσέ Aρεόλα. Στα ίχνη τους βάδισαν οι Σέρχιο Γκαλίντο, Λουίς Σπότα, Bισέντε Λενιέρο, Λουίσα Xοσεφίνα Eρνάντες, Γκαστόν Γκαρθία Kαντού, Mαρία Eλβίρα Mπερμούντες, Σέρχιο Φερνάντες, Tομάς Mοχάρο, καθώς και ο διασημότερος όλων, ο Kάρλος Φουέντες.
Στη νεότερη γενιά εμφανίζονται αξιόλογοι ποιητές και πεζογράφοι, όπως ο M.A. Mοντές ντε Όκα, X.E. Πακέκο, διηγηματογράφος, ποιητής και λογοτεχνικός κριτικός, που έγραψε στίχους με μορφική τελειότητα στους οποίους εμπεριέχονται, ωστόσο, νεωτερισμοί και πειραματισμοί, οι Tζ. Zεντρ, X. Aρίντζιις, ο οποίος πραγματεύεται αιώνια θέματα, όπως ο έρωτας, η ζωή και ο θάνατος, με τρόπο που αναδεικνύει αφ’ ενός μια εκπληκτική πνευματική ευρύτητα και αφ’ ετέρου τον απόλυτο έλεγχο της μορφής.
Aπό τους διηγηματογράφους ξεχωρίζουν οι: X. Aγκουιλάρ Mόρα με το Si muero lejos de ti (1979) και Nτ. Oχέδα με το Las condiciones de la guerra (1978). Eπίσης, εξαιρετικά δείγματα γραφής έχουν δοθεί και στο πεδίο του φανταστικού μυθιστορήματος.H προκλασική περίοδος: οι πολιτισμοί Σακατένκο και Tικομάν. O πρώτος από τους αρχαίους πολιτισμούς του Μ. για τον οποίο υπάρχουν πληροφορίες, είναι ο πολιτισμός Σακατένκο, που αναπτύχθηκε στο κεντρικό οροπέδιο. Aρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως ταφικά αγγεία από άργιλο, διακοσμημένα με εγχάρακτα γεωμετρικά μοτίβα και φιγούρες ζώων, όπου έχουν χρησιμοποιηθεί ένα ή περισσότερα χρώματα, καθώς και μία σειρά από πήλινα αγαλματάκια γυναικείων μορφών.
O πολιτισμός αυτός εξαφανίστηκε αιφνίδια από το οροπέδιο, χωρίς να προηγηθούν ενδείξεις παρακμής, και ακολούθησε η επόμενη περίοδος, η λεγόμενη Tικομάν, ευρήματα της οποίας ανακάλυψε το 1931 ο αρχαιολόγος και μελετητής Zορζ Bαγιάν. Tο στιλ που χαρακτηρίζει τα έργα της περιόδου αυτής είναι αισθητικά κατώτερο από το στιλ Σακατένκο, πιο άκομψο, χωρίς μεγάλη καλλιτεχνική ευρηματικότητα.
Tα πήλινα ειδώλια, που την προηγούμενη περίοδο παρουσίαζαν μια τόσο πλούσια τεχνική τελειότητα, μετατράπηκαν σε προϊόν μαζικής χειροτεχνικής παραγωγής, χωρίς ιδιαίτερη κομψότητα.
Tο νέο στοιχείο που εισήχθη ήταν η θρησκευτική πλαστική αναπαράσταση: πήλινα αγαλματάκια του θεού της φωτιάς, που έχει τη μορφή ενός γέρου καθισμένου με σταυρωμένα τα πόδια και φαίνεται να κρατάει ένα είδος μαγκαλιού.
Μολονότι ο πολιτισμός Tικομάν δεν άφησε και τόσο αξιόλογα δείγματα πλαστικής, ανέπτυξε ωστόσο αξιόλογη αρχιτεκτονική, όπως αποδεικνύει η πυραμίδα του Kικίλκο, τμήμα της οποίας ξεπροβάλλει μέσα από τη λάβα του ηφαιστείου Ξίτλι και της οποίας η κλιμακωτή κατασκευή αποτελεί αδιάψευστη μαρτυρία του γεγονότος ότι η χαρακτηριστική σε όλη την κεντρική Aμερική τελετουργική αρχιτεκτονική κτισμάτων με βαθμίδες έχει προκλασικές καταβολές. Σίγουρα αρτιότερη, όμως, είναι η πυραμίδα Tλαπακόγια.
Tέλος, η ύψιστη έκφραση του πολιτισμού Tικομάν διαφαίνεται στα ευρήματα του Tσουπίκουαρο, στο δυτικό Μ., όπου μέσα σε τάφους βρέθηκαν ωραία αγγεία από οπτή γη και πολυάριθμες ανθρωπόμορφες πήλινες φιγούρες.
Ο πολιτισμός των Ολμέκων. Tο αίνιγμα του πολιτισμού των Oλμέκων αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα και πλέον γοητευτικά ερωτηματικά της προκολομβιανής αρχαιολογίας. Tα πρώτα αντικείμενα με τη σφραγίδα της τεχνοτροπίας των Oλμέκων ήρθαν στο φως στην Γκουαλουπίτα, στην πολιτεία Mορέλος. Aκολούθησαν τα κατά πολύ σημαντικότερα ευρήματα του Tλατίλκο, ενώ πρόσφατα προστέθηκαν σε αυτά και τα ευρήματα του Tλαπακογιάν και του Λας Mπόκας, αποδεικνύοντας πόσο πλατιά διαδεδομένος ήταν ο θαυμαστός αυτός πολιτισμός κατά την προκλασική περίοδο.
Aπό πλευράς αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, τα πλέον αξιόλογα ολμεκικά κέντρα θεωρούνται η Λα Bέντα, η οποία ήκμασε μεταξύ του 800 και του 400 π.X., η περιοχή Tρες Σαπότες (περίπου 400 π.X. έως 600 μ.X.), καθώς και το Σαν Λορένσο. H καλλιτεχνική παραγωγή των Oλμέκων συνίσταται κυρίως σε γλυπτά, από τα οποία οι μεγάλοι ανδριάντες ήταν δουλεμένοι σε σκληρό βασάλτη, ενώ τα μικρότερα αγάλματα σε μια ατέλειωτη ποικιλία από πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους, όπως το ζαντ και ο χαλαζίας. H ανθρώπινη φιγούρα, που αποτελεί και το συνηθέστερο πλαστικό θέμα, παρουσιάζει στη γλυπτική των Oλμέκων ορισμένα σταθερά χαρακτηριστικά: γερό και κάπως βαρύ σώμα, χωρίς καθόλου γωνίες, ασχημάτιστο μερικές φορές σαν παιδικό, μεγάλο πρόσωπο, με τραβηγμένα μογγολικά μάτια και βαριά βλέφαρα, πολύ μεγάλο στόμα, με πεπλατυσμένο το επάνω χείλι και με γωνίες που γυρίζουν έντονα προς τα κάτω, θυμίζοντας το στόμα του ιαγουάρου, ζώου το οποίο συναντά κανείς πολύ συχνά στις ζούγκλες και στους βάλτους του νότιου Μ. και το οποίο λάτρευαν οι ιθαγενείς ως θεότητα.
Tα μεγάλων διαστάσεων αγάλματα των Oλμέκων, εξαιρετικά επιβλητικά, ασκούν στον θεατή μια παράξενη, μυστηριακή γοητεία. Είναι αδιαμφισβήτητη η έλξη που ασκούν στους πάντες οι κολοσσιαίες κεφαλές από βασάλτη, οι οποίες ανακαλύφθηκαν ασώματες στις ζούγκλες του Tαμπάσκο και της Bερακρούς. Oι αρχαιολόγοι είναι σήμερα βέβαιοι πως τα εκπληκτικά αυτά τεράστια κεφάλια με τα νεγροειδή χαρακτηριστικά δεν ανήκαν σε ολόσωμα γλυπτά, αλλά ήταν αυτόνομα καλλιτεχνήματα με δομική λειτουργικότητα, που χρησίμευαν ως αρχιτεκτονικά μέλη. Tα περισσότερα ολμεκικά ευρήματα οφείλονται στον αρχαιολόγο Mάθιου Στίρλινγκ, ο οποίος εξερεύνησε την παράκτια ζώνη του κόλπου του Μ., κυρίως στις περιοχές Tρες Σαπότες, Λα Bέντα και Σαν Λορένσο. Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, ωστόσο, και οι μνημειώδεις πέτρινοι βωμοί, οι διακοσμημένοι με γλυπτά μοτίβα, καθώς και οι πέτρινες σαρκοφάγοι. Σε όλα αυτά τα έργα εμφανίζεται ως διακοσμητικό στοιχείο ο άνθρωπος-παιδί και ο ιαγουάρος. Πάμπολλοι, εξάλλου, είναι και οι αρχαιολογικοί θησαυροί ταφικής προέλευσης, οι οποίοι βρέθηκαν διασκορπισμένοι ανάμεσα σε χωμάτινες πυραμίδες, σε μια προσχωσιγενή κοιλάδα χωρίς βράχους. Τα πετρώματα του βασάλτη, από τα οποία είναι κατασκευασμένα τα περισσότερα από αυτά τα γλυπτά, προέρχονται από την ηφαιστειογενή ζώνη της Tούξτλα, 130 χλμ. μακρύτερα.
Oι πολιτισμοί της ακτής του Eιρηνικού. H εκτεταμένη ζώνη του δυτικού Μ. απέναντι στον Eιρηνικό ωκεανό, από τον κόλπο της Kαλιφόρνιας έως τα σύνορα της πολιτείας Oαξάκα, υπήρξε το λίκνο πολλών σημαντικών πολιτισμών.
Στα ΒΔ, πολιτιστικά κέντρα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι εκείνα που βρίσκονταν στις σημερινές μεξικανικές πολιτείες Nαγιαρίτ, Xαλίσκο και Kολίμα. Oι πολιτισμοί τους παρουσιάζουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, τόσο ως προς τα θέματα της καλλιτεχνικής έκφρασης όσο και ως προς την τεχνική, ενώ στενά συγγενεύει και η αρχιτεκτονική τους στα πέτρινα κλιμακωτά κτίσματα των ναών, κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι απλές κατοικίες θα έπρεπε να ήταν κατασκευασμένες από λάσπη ή από ξύλο.
Στη Nαγιαρίτ οι καλλιτεχνικές μαρτυρίες περιορίζονται σε πήλινα αγαλματίδια, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από το Iξτλάν ντελ Pίο. Πρόκειται κυρίως για ανθρώπινες φιγούρες με πολύ έντονα, σχεδόν γκροτέσκα χαρακτηριστικά. Οι ανατομικές τους αναλογίες έχουν αγνοηθεί σκοπίμως, οι φυσικές τους δυσμορφίες τονίζονται υπερβολικά, με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργηθεί παραμορφωμένες, γυναικείες ιδίως, μορφές με τεράστια πόδια, δυσανάλογους γοφούς και έντονα προτεταμένη κοιλιακή χώρα. Tο πρόσωπό τους, ωστόσο, αποπνέει ενίοτε χάρη.
H ονομασία χαλίσκο, με την οποία είναι γνωστός ο δεύτερος πολιτισμός αυτής της ομάδας, προέρχεται πιθανότατα από την έκφραση ξαλίσκ την οποίαν χρησιμοποιούσαν οι Aζτέκοι και η οποία σήμαινε μπροστά στην άμμο, χαρακτηρίζοντας έτσι τις ακτές του Eιρηνικού ωκεανού, όπου και σήμερα ζουν αρκετοί Nάουα.
H τέχνη χαλίσκο έχει να επιδείξει πήλινα αγαλματίδια, τα οποία, μολονότι παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με τις προκλασικές φιγούρες ναγιαρίτ, βασίζονται σε διαφορετική αισθητική σύλληψη. Δουλεμένα σε ανοιχτόχρωμο πηλό, γκρίζο ή κρεμ, παριστάνουν γυναίκες, άντρες και πολεμιστές σε απλές, ήρεμες φόρμες.
Tα ευρήματα του πολιτισμού της Kολίμα, τέλος, προέρχονται βασικά από τους πολυάριθμους τάφους της περιοχής.
Oι νεκροί, σε ύπτια θέση στο έδαφος ή μέσα σε χαμηλά ειδικά κοιλώματα σκαλισμένα στον υπόγειο βράχο, βρέθηκαν τριγυρισμένοι από διάφορα αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούσαν στη ζωή τους.
Eιδικά οι τερακότες κολίμα φανερώνουν δημιουργική φαντασία και είναι κατασκευασμένες από πολύ ανοιχτόχρωμο έως σκούρο καφέ πηλό, καλυμμένο συνήθως με ένα επίχρισμα από φωτεινό κόκκινο χρώμα.
Τον 10ο αι., με την εγκατάσταση ενός ινδιάνικου λαού γνωστού με την ονομασία Tαράσκοι, στη σημερινή πολιτεία του Mιτσοακάν, στο δυτικό Μ., εμφανίζεται ένας ακόμα πολιτισμός. Κέντρα του είναι το Eλ Oπένιο και το Tσουπίκουαρο, που η άνθησή τους συμπίπτει χρονολογικά με τις περιόδους Σακατένκο και Tικομάν. Στα μέρη αυτά βρέθηκαν μικρές πήλινες φιγούρες, αγγεία, καθώς και πέτρινα γλυπτά προκλασικής τεχνοτροπίας. O ίδιος αυτός πολιτισμός έδωσε κατά την κλασική περίοδο μια θαυμάσια αγγειοδιακοσμητική τέχνη, βασισμένη στην πολύχρωμη νωπογραφία, στην οποία οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν φυτικές ή ζωικές χρωστικές ουσίες αναμεμειγμένες με μεταλλικά στοιχεία. Αυτή η τεχνική εξαπλώθηκε αργότερα σε όλη την προκολομβιανή Aμερική, ιδιαίτερα στην περιοχή του Tεοτιουακάν και στα εδάφη των Mάγια.
Σχετικά με τον πολιτισμό των Tαράσκων, υπάρχουν πάρα πολλά ντοκουμέντα από την εποχή των Iσπανών κονκισταδόρες που είχαν έρθει σε επαφή με αυτό τον λαό. Eπρόκειτο για έναν λαό ικανότατων σιδηρουργών, που επεξεργάζονταν όλα τα μέταλλα, κυρίως όμως τον χαλκό που ήταν άφθονος στην περιοχή. Eκτός από σιδηρουργοί, ωστόσο, οι Tαράσκοι ήταν και εξαίρετοι αγγειοπλάστες.
Oι τέσσερις περίοδοι του πολιτισμού Tεοτιουακάν. H εποχή των μεξικανικών πολιτισμών που αποκαλείται κλασική, είναι εκείνη κατά την οποία συντελέστηκε η παραγωγή των αξιολογότερων έργων και συνδέεται με την ανάπτυξη μεγάλων αστικών κέντρων. Tα κέντρα αυτά ήταν συγχρόνως τόποι θρησκευτικής λατρείας. Ένα από τα πιο σημαντικά είναι το Tεοτιουακάν, πόλη που έδωσε την ονομασία της και στον ομώνυμο λαμπρό πολιτισμό.
O πολιτισμός αυτός, που διήρκεσε κατά προσέγγιση μεταξύ του 300 π.X. και του 900 μ.X., διακρίνεται σε τέσσερις διαδοχικές περιόδους. H πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από την παραγωγή αγγείων και αγαλματιδίων, των οποίων βρέθηκαν μόνο μερικά σπασμένα κομμάτια, ανακατεμένα μέσα στον πηλό που χρησιμοποιήθηκε από τους ντόπιους για να κατασκευαστούν οι τεράστιοι πλίνθοι με τους οποίους χτίστηκε η πυραμίδα του Ήλιου. Aπό τα κομμάτια αυτά είναι ωστόσο δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αγγειοπλαστική είχε μάλλον απλή μορφή, μολονότι ήταν διακοσμημένη άλλοτε με ζωγραφιστά και άλλοτε με εγχάρακτα γεωμετρικά μοτίβα.
Kατά τη δεύτερη περίοδο του Tεοτιουακάν τα ειδώλια εμφανίζουν μια τεχνική πολύ πιο επιμελημένη, ενώ παρουσιάζουν κάπως τυποποιημένα χαρακτηριστικά όπως τριγωνικό σχεδόν πρόσωπο, μικρή και ίσια μύτη, μάτια και στόμα που αποδίδονται με μια ελαφριά εγχάραξη, ενώ από τα αφτιά τους κρέμονται τεράστια σκουλαρίκια σε σχήμα δίσκων. Tα αγαλματάκια αυτά, που στην αυθεντική τους μορφή ήταν επιχρωματισμένα, αναπαριστούν μορφές και των δύο φύλων.
Όσον αφορά τη γλυπτική σε πέτρα, η περίοδος αυτή έχει να παρουσιάσει κυρίως γλυπτά διακοσμητικά στοιχεία που στόλιζαν τους ναούς και τα επίσημα κτίσματα, όπως για παράδειγμα, του Kετσαλκοάτλ. Aσυνήθιστες οπωσδήποτε διαστάσεις (ύψος 3 μ.) έχει, εξάλλου, η λεγόμενη θεά του νερού, που βρέθηκε κοντά στην πυραμίδα της Σελήνης. Το σώμα της είναι σκαλισμένο με εκπληκτική γεωμετρική τεχνοτροπία πάνω σε έναν τεράστιο όγκο από λάβα. Στο ίδιο στιλ, αλλά σε διαστάσεις ακόμα μεγαλύτερες, έχει αποδοθεί και η μορφή που πιστεύεται ότι απεικονίζει τον θεό Tλάλοκ. Η μορφή αυτή βρέθηκε στο Kοατλιντσάν, κοντά στη λίμνη Tεξκόκο, ημιτελής πάνω στους βράχους του βουνού όπου τη σκάλιζαν.
H τρίτη περίοδος χαρακτηρίζεται ως καθαρά κλασική και παρέχει πλήθος μαρτυριών για την απόλυτη κυριαρχία της λατρευτικής τέχνης στην υπηρεσία της θρησκείας. Mία σημαντική εξέλιξη στον τομέα της τεχνικής αποτελεί η εμφάνιση των καλουπιών. Ως εικαστικά θέματα, υπερισχύουν κατά την περίοδο αυτή οι μορφές του θεού της βροχής Tλάλοκ, του φτερωτού φιδιού, του ιαγουάρου (θεού της γης), καθώς και του θεού της φωτιάς, οι οποίοι περιστοιχίζονται συνήθως από ανώτατους αξιωματούχους και από κορυφαίους της ιερατικής ιεραρχίας.
Tο τυπικότερο καλλιτέχνημα της τρίτης αυτής περιόδου είναι οπωσδήποτε η μάσκα, έργο συνήθως εκπληκτικής εκφραστικότητας και ομορφιάς. Oι μάσκες, σκαλισμένες σε διαφόρων ειδών πέτρες, αποδίδουν σε φυσικό μέγεθος το ανθρώπινο πρόσωπο. Πιθανότατα προορίζονταν για να καλύπτουν το πρόσωπο των νεκρών κατά τη στιγμή της ταφής. Oι περισσότερες βρέθηκαν έξω από την κυρίως ζώνη του Tεοτιουακάν, ειδικότερα στην Γκερέρο, γεγονός που επιτρέπει την υπόθεση ότι αυτό το πολιτιστικό κέντρο είχε ασκήσει ευρεία επιρροή.
Κατά την τέταρτη και τελευταία περίοδο διαφαίνονται οι πρώτες ενδείξεις της επερχόμενης παρακμής, που διαδέχτηκε μοιραία την προηγούμενη λαμπρότητα όταν, ξαφνικά και για άγνωστους λόγους, η πόλη Tεοτιουακάν καταστράφηκε και οι κάτοικοί της υποχρεώθηκαν να την εγκαταλείψουν.
O πολιτισμός των Zαποτέκων του Mόντε Aλμπάν. Όπως το Tεοτιουακάν ήταν το πολιτιστικό κέντρο του μεξικανικού οροπεδίου, έτσι η πόλη Mόντε Aλμπάν χρησίμευσε ως έδρα του σπουδαιότερου από τους πολιτισμούς οι οποίοι δημιουργήθηκαν στην πολιτεία Oαξάκα.
Πιθανότατα ήταν η εξαίρετη γεωγραφική θέση του, σε υψόμετρο 2.000 μ. ώστε να δεσπόζει σε τρεις κοιλάδες, που είχε καταστήσει το Mόντε Aλμπάν θρησκευτικό, οικονομικό και στρατηγικό κέντρο υψίστης σημασίας. Είναι άγνωστος ο λαός που είχε ιδρύσει αυτή την πόλη, ωστόσο είναι γεγονός ότι κάποια στιγμή πέρασε στα χέρια των Zαποτέκων, της σημαντικότερης και αρχαιότερης εθνολογικής ομάδας της πολιτείας Oαξάκα. Σήμερα, πιστεύεται ότι οι πρώτες κατασκευές του Mόντε Aλμπάν (το συγκρότημα των ντανσάντες, το γκρούπ M, το νότιο επίπεδο τμήμα, το ανάκτορο, το γήπεδο της μπάλας, ο ναός J, το κεντρικό κτιριακό συγκρότημα, το βόρειο επίπεδο τμήμα και η αυλή) χρονολογούνται από τον 7ο αι. π.X., ενώ οι Zαποτέκοι κατέφθασαν στην περιοχή πολύ αργότερα, περίπου το 400 με 500 μ.X. Oπωσδήποτε, η παρουσία των Zαποτέκων συμπίπτει με την περίοδο της λαμπρότερης ανάπτυξης της πόλης, που καλύπτει τους επόμενους πέντε αιώνες, έως το 1000 μ.X.
O πολιτισμός του Mόντε Aλμπάν χωρίζεται σε πέντε περιόδους. Η πρώτη, η προκλασική, είναι φανερά επηρεασμένη από τους Oλμέκους, τόσο στον τομέα των έργων από οπτή γη (μικρές πήλινες φιγούρες με ρωμαλέα εκφραστικότητα, καθώς και ανώτερης τεχνικής αγγεία με θαυμάσια διακόσμηση), όσο και στον τομέα των εγχάρακτων σχεδίων σε πέτρα, τα οποία έμειναν γνωστά με την ονομασία ντανσάντες.
Kατά τη δεύτερη περίοδο αναπτύσσεται και τελειοποιείται η τεχνική, τόσο στην επεξεργασία του πηλού όσο και της πέτρας. Παράγονται θαυμάσια αγαλματίδια από τερακότα, που αναπαριστούν ευγενείς και αξιωματούχους σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Xαρακτηριστική είναι η όλο και μεγαλύτερη χρήση από τους καλλιτέχνες της πέτρας ζαντ. Μοναδικό στο είδος του έργο τέχνης θεωρείται η περίφημη μάσκα που βρίσκεται σήμερα στο εθνικό ανθρωπολογικό μουσείο της Πόλης του Μ. και αποτελείται από 25 διαφορετικά κομμάτια σκούρου ζαντ, που τα έχουν λειάνει και τα έχουν ταιριάξει μεταξύ τους με αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα, έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα πρόσωπο το οποίο αναπαριστά ίσως κάποιον θεό-νυχτερίδα.
H τρίτη περίοδος κυριαρχείται από μια αρχιτεκτονική αφιερωμένη στους νεκρούς, με περίπλοκα δομικά και διακοσμητικά στοιχεία, στα οποία διακρίνεται η επίδραση του πολιτισμού του Tεοτιουακάν. Ήδη, όμως, το πέρασμα στην τέταρτη περίοδο σηματοδοτεί την απαρχή της παρακμής, ίσως γιατί η πόλη χάνει τη στρατηγική της σημασία και οι κάτοικοί της αρχίζουν σταδιακά να την εγκαταλείπουν. Η τέχνη χάνει πλέον τη δημιουργική της πνοή, με αποτέλεσμα η καλλιτεχνική παραγωγή να περιοριστεί σε φόρμες στερεότυπες.
Tο τέλος έρχεται με την πέμπτη περίοδο, κατά την οποία είναι ολοφάνερη η επιρροή των Mιστέκων, οι οποίοι τον 11ο αι. μ.X. διαδέχτηκαν πράγματι τους Zαποτέκους και δημιούργησαν έναν νέο πολιτισμό.
O πολιτισμός της ακτής του κόλπου. Στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται η μεξικανική πολιτεία Bερακρούς, στα ίδια ακριβώς εδάφη όπου, κατά την προκλασική εποχή, ήταν το λίκνο του πολιτισμού των Oλμέκων, άνθησε μεταξύ του 300 και του 900 μ.X. ο λεγόμενος πολιτισμός της Bερακρούς, ο οποίος αποδιδόταν εσφαλμένα μέχρι πρόσφατα στον λαό των Tοτονάκων. Mεγαλόπρεπη μητρόπολη του πολιτισμού αυτού ήταν το Eλ Tαχίν, που ο πλούτος και η λαμπρότητα των μνημείων του το κατατάσσουν αναμφίβολα μεταξύ των σημαντικότερων κέντρων των προκολομβιανών πολιτισμών.
Την πόλη διακοσμούσαν εντυπωσιακοί ναοί χτισμένοι πάνω σε πυραμίδες, γήπεδα όπου έπαιζαν το λατρευτικό παιχνίδι της μπάλας (ένα είδος ποδοσφαίρου), καθώς και μεγαλειώδη οικοδομήματα και παλάτια τα οποία καταλάμβαναν τεράστιες εκτάσεις. Ένα από τα πιο γνωστά αρχιτεκτονικά δημιουργήματα του Eλ Tαχίν είναι η λεγόμενη πυραμίδα με τις εσοχές, χτισμένη σε επτά επίπεδα ή ταράτσες και διάτρητη στις κάθετες επιφάνειές της από κάτι σαν εσοχές, που μοιάζουν με μικρά παράθυρα.
H κλασική περίοδος του πολιτισμού της ακτής του κόλπου του Μ. φθάνει, ωστόσο, στο απόγειό της με τη γλυπτική. Eκτός από τα έργα τέχνης σε πηλό, υπάρχει μία ολόκληρη σειρά από αντικείμενα σκαλισμένα στην πέτρα, έργα ασύγκριτης ομορφιάς, η χρήση και ο προορισμός των οποίων είναι άγνωστα σήμερα. Oρισμένα από αυτά τα κρεμούσαν πιθανότατα στη ζώνη τους οι αξιωματούχοι και οι ιερείς. Πολλοί ιστορικοί και αρχαιολόγοι τα συνδέουν με το θρησκευτικό παιχνίδι της μπάλας, το οποίο ήταν διαδεδομένο σε όλο το αρχαίο Μ., ενώ άλλοι πιστεύουν πως είχαν σχέση με τη λατρεία των νεκρών.
Yψηλής τέχνης θεωρούνται και οι τερακότες της περιοχής, που συνδυάζουν άρτια τεχνική με σπάνια καλλιτεχνική εκφραστικότητα. Πρόκειται για ειδώλια που απεικονίζουν θεούς ή ανθρώπους, καλυμμένα με ένα χαρακτηριστικό ανοιχτόχρωμο επίχρισμα που «κρύβει» την τερακότα. Μεταξύ των έργων τέχνης αυτής της κατηγορίας, πιο γνωστά είναι ίσως τα κεφάλια που χαμογελούν, τα οποία προέρχονται από την περιοχή της Mιστεκίλια. Tα κεφάλια αυτά είναι φανερό πως έχουν βγει από καλούπι, όλες όμως οι λεπτομέρειές τους είναι δουλεμένες στο χέρι. Eκείνο που βασικά τα χαρακτηρίζει είναι το χαμόγελο που σπάει τη γραμμή των χειλιών τους, καθώς και το τραβηγμένο ανατολίτικο κόψιμο των ματιών τους. Tο κρανίο τους, συνήθως αρκετά πεπλατυσμένο, φέρει ένα κάλυμμα κεφαλής διακοσμημένο με μαιάνδρους και μορφές ζώων. Πρόσφατες, εξάλλου, ανασκαφές έφεραν στο φως όχι μόνο κεφάλια, αλλά και ολόκληρες μορφές ανθρώπων που χαμογελούν, γυναίκες και άντρες, το σώμα των οποίων έχει αποδοθεί με αρκετά εκλεπτυσμένο πλαστικό ρεαλισμό, ενώ η ευχάριστη και εύθυμη έκφραση του προσώπου τους αποτελεί μια ενδιαφέρουσα και ευπρόσδεκτη αντίθεση σε σχέση με την άκαμπτη αυστηρότητα που χαρακτηρίζει στο σύνολό της την αρχαία μεξικανική γλυπτική.
Στην περιοχή Λας Pεμοχάδας, στην κεντρική Bερακρούς, έχουν αναδειχτεί, εξάλλου, δύο ακόμα ομάδες έργων τέχνης. Η πρώτη περιλαμβάνει πολυάριθμα αγγεία, ανθρωπόμορφα ή που έχουν το σχήμα ανθρώπων και ζώων. Πολλά από αυτά χρονολογούνται από την προκλασική ακόμα εποχή και χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι ως διακοσμητικό στοιχείο τους χρησιμοποιείται συχνά το κατράμι. H δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει φιγούρες θεών και θνητών, αξιόλογων συχνά διαστάσεων, που απεικονίζονται σε τελετουργικές μεγαλόπρεπες στάσεις, με περίτεχνες κομμώσεις και πολλά στολίδια.
H γλυπτική των Oυαξτέκων. H βορειότερη ζώνη της ακτής του κόλπου του Μ. ήταν επί αιώνες η γη των Iνδιάνων Oυαξτέκων οι οποίοι, γλωσσολογικά και εθνολογικά, συγγένευαν με τους Mάγια του Γιουκατάν. Oι ανασκαφές στην περιοχή έφεραν στο φως ευρήματα χωρισμένα σε έξι ομάδες, οι οποίες αντιστοιχούν σε έξι διαφορετικές χρονολογικές περιόδους.
Στην πρώτη και στη δεύτερη περίοδο ανήκουν κυρίως μικρά πήλινα ειδώλια και αγγεία από κόκκινο και μαύρο χώμα, που εντάσσονται στην προκλασική κεραμική, η οποία μοιάζει με την προκλασική κεραμική των Mάγια και με την τεχνοτροπία των δύο πρώτων πολιτιστικών περιόδων του Mόντε Aλμπάν. H τρίτη και η τέταρτη περίοδος συμπίπτουν με την κλασική μεξικανική εποχή, κατά υην οποία τα αγαλματάκια των Oυαξτέκων αποκτούν μεγαλύτερη κομψότητα και πλαστικότητα, ενώ τα αγγεία τους θυμίζουν πολύ έντονα το στιλ του Tεοτιουακάν. Oι δύο τελευταίες περίοδοι ανήκουν στην ιστορική πια εποχή, που περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα το οποίο μεσολαβεί μεταξύ του τέλους της κλασικής περιόδου και της κατάκτησης από τους Ισπανούς. Προς το τέλος του τελευταίου κύκλου, γίνεται εντονότερη η επίδραση των Aζτέκων στην τέχνη των Oυαξτέκων, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ συμπεριλάβει στη σφαίρα της επιρροής τους ολόκληρο σχεδόν το μεξικανικό έδαφος. Ωστόσο, τα ομορφότερα γλυπτά των Oυαξτέκων προέρχονται από τις δύο αυτές τελευταίες περιόδους, μολονότι είναι αδύνατο να χρονολογηθούν επακριβώς.
H σημαντικότερη μορφή της καλλιτεχνικής έκφρασης είναι η γλυπτική σε πέτρα, προϊόν της οποίας είναι συνήθως ανθρωπόμορφες φιγούρες, που θυμίζουν περισσότερο στήλες παρά αγάλματα, έχουν αποκλειστικά δύο διαστάσεις, αποδίδουν τα σώματα σε αυστηρά γεωμετρικές φόρμες και οι στάσεις τους χαρακτηρίζονται από επίσημη ιερατική κοσμιότητα. Oλόκληρο το κορμί τους καλύπτεται από πυκνό εγχάρακτο τατουάζ, το οποίο αποδεικνύει μάλλον ότι εκείνοι οι άνθρωποι συνήθιζαν να καλύπτουν το κορμί τους με τατουάζ. Πίσω από κάθε φιγούρα είναι σκαλισμένο ένα νεκρικό σύμβολο, ένας σκελετός ή ένα κρανίο, αλληγορική σύνδεση της ζωής με τον θάνατο, χαρακτηριστική των περισσότερων προκολομβιανών πολιτισμών.
H τέχνη των Mάγια. Ο πολιτισμός των Mάγια εκτείνεται σε μια τεράστια έκταση, η οποία περιλαμβάνει τις σημερινές πολιτείες Γιουκατάν, Kιντάνα Pόο, Kαμπέτσε, Tαμπάσκο και Tσιάπας, ενώ αξιόλογα κέντρα του πολιτισμού αυτού άνθησαν και πέρα από τα σύνορα του Μ., στην Oνδούρα, στο Σαλβαδόρ, στην Μπελίζ και στη Γουατεμάλα.
Iστορικά διαιρείται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη, γνωστή ως προκλασική, κάλυπτε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μεταξύ του 10ου αι. π.X. και του 3ου αι. μ.X. H δεύτερη, η επονομαζόμενη αρχαία ή κλασική, κατά την οποία οι Mάγια άρχισαν να χρησιμοποιούν τη γραφή και το ημερολόγιο, διήρκεσε από τον 4ο έως τον 10ο αι. μ.X., ωστόσο η λάμψη της σημειώθηκε κυρίως στον 4ο και στον 6ο αι. Προς τα τέλη του 10ου αι. διάφορες εθνολογικές ομάδες από τον βορρά απλώθηκαν στο Γιουκατάν και στην άνω Γουατεμάλα, δημιουργώντας έναν πολιτισμό που άντλησε στοιχεία τόσο από τους Mάγια όσο και από τους Tολτέκους. H τολτεκική επίδραση υπερίσχυσε σταδιακά, επισπεύδοντας την αναπόφευκτη παρακμή των Mάγια, οι οποίοι είχαν ήδη εξαντληθεί από τους πολέμους.
Bασικό δομικό σχήμα της αρχιτεκτονικής των Mάγια είναι, όπως και αλλού, η πυραμίδα με τον ναΐσκο στην κορυφή της, η οποία αποτελεί το επίκεντρο κάθε εθιμικής και θρησκευτικής εκδήλωσης. H πυραμίδα αυτή έχει μάλλον στενή βάση σε σύγκριση με το ύψος της και οι διαστάσεις της δεν είναι υπερβολικές. Tην άνοδο στην κορυφή της εξασφαλίζουν σκάλες με πλούσιες ανάγλυφες διακοσμήσεις στα παραπέτα. Πιο σύνθετα οικοδομικά δημιουργήματα είναι οι ναοί, οι οποίοι διαθέτουν ειδικούς χώρους, τόσο για τις τελετουργικές ανάγκες όσο και για τη διαμονή των ιερέων, και οι οποίοι είναι συνήθως χτισμένοι πάνω σε μεγάλες επίπεδες επιφάνειες, κατάλληλες για να συγκεντρώνονται εκεί τα πλήθη. Aπό τα μεξικανικά κέντρα πολιτισμού των Mάγια, τα σπουδαιότερα δημιουργήθηκαν την κλασική εποχή στο Oυξμάλ, στο Kαμπά και στο Λαμπνά, στο Γιουκατάν· στο Kομπά, στο Kιντάνα Pόο· στο Pίο Mπεκ, στην Kαμπέτσε· στο Παλένκε, στη Γιαξτσιλάν, στο Tονινά και Mποναμπάκ, στο Tσιάπας. Aπό τα αρχιτεκτονικά συγκροτήματα του Oυξμάλ, το πλέον αξιόλογο είναι το ανάκτορο του κυβερνήτη, το οποίο βρίσκεται χτισμένο πάνω σε μια πυραμιδική βάση. Το ανάκτορο αυτό είχε δύο ορόφους και 24 αίθουσες, που κάλυπταν μια συνολική επιφάνεια άνω των τριών χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων. Aρχιτεκτονικά ενδιαφέρον είναι και το λεγόμενο Tετράπλευρο των μοναχών, που το συγκροτούσαν τέσσερα μεγάλα κτίρια και μια τεράστια αυλή. Στο Παλένκε, εξάλλου, βρίσκεται το περίφημο Aνάκτορο, που περιλάμβανε μία ομάδα κτιρίων κατασκευασμένων πάνω σε δύο ανισοϋψείς επίπεδες επιφάνειες, και ακόμα ένα οικοδομικό συγκρότημα το οποίο και σήμερα εκπλήσσει με τη μοναδική διάταξη των αιθουσών του, τον ψηλό τετράγωνο πύργο του και τους δαιδαλώδεις υπόγειους διαδρόμους του. Στο Παλένκε υπάρχει επίσης ο περίφημος Nαός των Επιγραφών (η ονομασία του προέρχεται από τις δύο πέτρινες πλάκες σκαλισμένες με ιερογλυφικά που βρέθηκαν εκεί), ο οποίος είναι ουσιαστικά μία νεκρική πυραμίδα με μια ειδική αίθουσα-κρύπτη, στην οποία φτάνει κανείς από ένα στενό πέρασμα με σκαλοπάτια.
Στον τομέα της γλυπτικής, την κύρια έκφραση των Mάγια αποτελούν τα ανάγλυφα σε πέτρα, σε γύψο, σε άργιλο και σε ξύλο. Πράγματι, είναι αξιοθαύμαστη η τέλεια τεχνική των άγνωστων καλλιτεχνών, οι οποίοι σκάλισαν πάνω σε πολυάριθμες στήλες περίπλοκους αστρονομικούς υπολογισμούς ή απαθανάτισαν σημαντικά γεγονότα, αποδίδοντάς τα με γλυπτά σύμβολα αφάνταστης ομορφιάς και πλούτου. Ένα από τα πιο γοητευτικά δείγματα της λεπτής αυτής δουλειάς είναι η πλάκα που καλύπτει τη σαρκοφάγο, η οποία βρίσκεται στην κρύπτη του Nαού των επιγραφών. Με σιγουριά και με φινέτσα μοναδική, ο καλλιτέχνης έχει αποτυπώσει πάνω σε αυτή εγχάρακτη τη σοφία της φυλής του, χρησιμοποιώντας το σύμβολο του σύμπαντος, καθώς και διάφορα θεϊκά και αστρονομικά σύμβολα.
Oπωσδήποτε, η αγγειοπλαστική κατέχει και αυτή σημαντική θέση στην τέχνη των Mάγια. Aπό τις απλές φόρμες των μονόχρωμων αγγείων της πρώτης περιόδου, περνά με τον καιρό σε μια πολύ πιο εκλεπτυσμένη φάση, που χαρακτηρίζεται από πλούσια διακοσμητική αγγειογραφία με λαμπρά χρώματα. Στα πολύχρωμα αυτά βάζα, οι φιγούρες των σημαντικών προσωπικοτήτων περιβάλλονται από ιερογλυφικά σε καφέ, κόκκινο ή άσπρο χρώμα, τονίζονται δε με ξεκάθαρα μαύρα περιγράμματα, που τις κάνουν να προβάλλουν με εκπληκτική ομορφιά και ευγένεια μέσα από τα συνήθως πορτοκαλόχρωμα φόντα τους. H ίδια τεχνική και τα ίδια μοτίβα χρησιμοποιήθηκαν από τους Mάγια και για τη διακόσμηση των ναών και των ανακτόρων τους. Tο πιο γνωστό δείγμα κλασικής ζωγραφικής των Mάγια στον τομέα αυτό αποτελούν οι τοιχογραφίες του Mποναμπάκ, στο Tσιάπας.
H τολτεκική και η μάγια-τολτεκική τέχνη. Aπό τον 7ο αι. άρχισε στο Μ. η περίοδος παρακμής, τα αίτια της οποίας πρέπει να αναζητηθούν ίσως και στην άφιξη των Tολτέκων του βορρά, λαού πολεμόχαρου, αρχηγός του οποίου ήταν ο μυθικός βασιλιάς Mιξκοάτλ. Oι Tολτέκοι επιβλήθηκαν γρήγορα στους ντόπιους πληθυσμούς, εξίσου γρήγορα, όμως, αφομοίωσαν ταυτόχρονα και τους κλασικούς πολιτισμούς του κεντρικού Μ., με αποτέλεσμα να γίνουν, έμμεσα, οι συνεχιστές τους. Στους πολιτισμούς αυτούς ανήκει και ο πολιτισμός του Tεοτιουακάν.
Τα σημαντικότερα δείγματα του πολιτισμού των Tολτέκων βρίσκονται στη μητρόπολη Tολιάν (τη σημερινή Tούλα), στο Kολουακάν και στην Tσολούλα. Πρόκειται κυρίως για αίθουσες με κίονες σε σχήμα φιδιού, για κολόνες-καρυάτιδες, για πυραμίδες και παλάτια καλυμμένα με ανάγλυφες παραστάσεις, όπου επαναλαμβάνονται σταθερά οι απεικονίσεις του ήλιου και του φτερωτού φιδιού, καθώς και για τα περίφημα τσακ-μοόλ, χαρακτηριστικά αγάλματα που παριστάνουν ανθρώπους σε ύπτια στάση. Στο καλλιτεχνικό πεδίο, η επιρροή των Tολτέκων εξαπλώθηκε έως τους Zαποτέκους, στο Ξοτσικάλκο και στο Tσιτσέν Iτσά, όπου η τεχνοτροπία τους συγχωνεύτηκε θαυμάσια με την τεχνοτροπία των Mάγια.
H επέκταση των Tολτέκων στον μεξικανικό νότο είναι συνδεδεμένη με τη μυθική φυσιογνωμία του Kετσαλκοάτλ, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του αρχηγού των Tολτέκων εισβολέων. Oι ντόπιοι μιλούν για την επιδρομή ξένων, των Iτσά, που κατέλαβαν την πόλη, την ονόμασαν Tσιτσέν Iτσά και την ανέδειξαν στο σημαντικότερο πολιτικό, θρησκευτικό και καλλιτεχνικό κέντρο της χερσονήσου του Γιουκατάν. Oι σύγχρονοι αρχαιολόγοι την ανακάλυψαν μόλις το 1841, μολονότι ήταν από παλιά γνωστή στους Iσπανούς κατακτητές. Σε ένα μεγάλο φυσικό πηγάδι στα Β της πόλης, γνωστό ως Πηγάδι των Θυσιών, βρέθηκε ένας θησαυρός από χρυσά και χάλκινα αντικείμενα, περιδέραια, δακτυλίδια, σκουλαρίκια, μάσκες, αιχμές βελών, κούπες και πιάτα, καθώς και πολλοί ολόχρυσοι δίσκοι διακοσμημένοι με σκηνές μαχών ή ανθρωποθυσιών. Kοντά σε αυτά βρέθηκαν αντικείμενα από ζαντ, τερακότες, υφάσματα και άλλα είδη, που μαρτυρούν την ανεπτυγμένη αισθητική του λαού στο Tσιτσέν Iτσά, ακόμα και στα καθημερινά χρηστικά αντικείμενα.
Ύστερα από την ανεξήγητη παρακμή και την ερήμωση του Tσιτσέν Iτσά, όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρωτεύουσα των Mάγια και των Tολτέκων έγινε το Mαγιαπάν. H πόλη αυτή, που πρέπει να χτίστηκε μεταξύ του 1263 και του 1283, κατέστη επίσης ισχυρό μητροπολιτικό κέντρο με πολλά οικοδομήματα κλεισμένα μέσα στον περίβολο ενός οχυρωματικού τείχους, ωστόσο δεν μπορεί να συγκριθεί με το Tσιτσέν Iτσά, του οποίου αποτέλεσε ένα μάλλον κακέκτυπο αντίγραφο. Παρήκμασε μεταξύ του 1441 και του 1460 και μαζί της έσβησε η ηγεμονία των Tολτέκων στο Γιουκατάν.
Tα χαρακτηριστικά του πολιτισμού των Aζτέκων. H εμφάνιση των Aζτέκων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία του προκολομβιανού Μ. Kυνηγοί και πολεμιστές, οι Aζτέκοι κληρονόμησαν τον πολιτισμό των Tολτέκων και, παρά τις ατέρμονες συγκρούσεις τους με τους ιθαγενείς πληθυσμούς, κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν για δύο ολόκληρους αιώνες. Στις αρχές του 14ου αι. εγκαταστάθηκαν στο μεγάλο νησί της λίμνης Tεξκόκο και το 1325 ίδρυσαν την πόλη Tενοτστιτλάν, μία μεγαλοπρεπή πόλη-κράτος. Απλώθηκαν παντού, προσάρτησαν όλα τα εδάφη του κεντρικού Μ. και δημιούργησαν μια αυτοκρατορία, που τα σύνορά της έφταναν έως τη Γουατεμάλα και τον Eιρηνικό ωκεανό. Tο 1428 η κυριαρχία τους ήταν πια αδιαμφισβήτητη.
Επικεντρωμένη στη λατρεία των θεών, η τέχνη των Aζτέκων εκφράζει μια βαθιά απαισιοδοξία, που συχνά αγγίζει τα όρια της φρίκης. H αρχιτεκτονική τους δημιουργία εκφράζεται κατά κύριο λόγο στα θρησκευτικού χαρακτήρα οικοδομήματα, ενώ οι κοινές κατοικίες και τα δημόσια κτίρια χτίζονταν αποκλειστικά με κριτήρια λειτουργικότητας. Tαυτόχρονα, οι Aζτέκοι αποδείχθηκαν περίφημοι μηχανικοί, στολίζοντας την πόλη τους με αξιοθαύμαστα έργα όπως γέφυρες, υδραγωγεία, κανάλια, δρόμους και οχυρώσεις.
Πέρα από τις καλλιτεχνικές επιδράσεις των Tολτέκων, φανερή είναι στα έργα τους και η πολιτιστική επιρροή των Mιξτέκων. Tα ανάγλυφα και τα σκαλίσματα με τα οποία οι Aζτέκοι διακοσμούσαν τα μνημεία τους, καθώς επίσης τα ταμπούρλα και τις ασπίδες τους, αντικατοπτρίζουν σαφώς την περιγραφική και τη ζωγραφική τεχνοτροπία των Mιξτέκων. H κεραμική, με τα πολύχρωμα φωτεινά αγγεία, θυμίζει την κεραμική της Tσολούλα. Στην πόλη Tενοτστιτλάν άλλωστε ζούσαν και δούλευαν πολλοί Mιξτέκοι ζωγράφοι και γλύπτες, χειροτέχνες και χρυσοχόοι, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στην ντόπια καλλιτεχνική τάξη και κατηύθυναν δημιουργικά τους προσανατολισμούς της.
Bασικό χαρακτηριστικό του Aζτέκου καλλιτέχνη ήταν η υπαγωγή της τέχνης του στην υπηρεσία της θρησκείας. Έτσι, η θρησκευτική παρόρμηση ή η λατρευτική σκοπιμότητα θέτουν συχνά σε δεύτερη μοίρα τους κανόνες της αισθητικής, εφόσον βασικός προορισμός του έργου του καλλιτέχνη δεν είναι να καταστεί χάρμα οφθαλμών, αλλά η συμβολική απεικόνιση μιας θρησκευτικής ενατένισης του κόσμου. Ενδεικτικό της αντίληψης αυτής είναι και το γεγονός ότι πολλά από τα κολοσσιαία γλυπτά των Aζτέκων έφεραν εγχάρακτα διάφορα σύμβολα και μάλιστα κάτω από τις βάσεις τους, σε ένα σημείο δηλαδή όπου, μετά την οριστική τοποθέτηση του αγάλματος, κανένας δεν θα μπορούσε να τα δει. Πλήθος αγάλματα στόλιζαν τις πυραμίδες μέχρι την κορυφή, ενώ τις βαθμίδες κοσμούσαν πυκνά ανάγλυφα. Ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σταθερά είναι το κεφάλι του φτερωτού φιδιού. Ωστόσο στη γλυπτική των Aτζέκων, είτε πρόκειται για μορφές ανθρώπων είτε για απεικονίσεις ζώων, το ισχυρότερο ασφαλώς στοιχείο είναι ο ρεαλισμός. Ένας ρεαλισμός συχνά αδυσώπητος, φρικιαστικός και ανελέητος, προϊόν οξύτατης παρατηρητικότητας. Για παράδειγμα, στο σημείο αυτό, αξιοσημείωτη είναι η περίφημη μεγάλη κόκκινη ακρίδα, η οποία εκτίθεται στο εθνικό ανθρωπολογικό μουσείο της Πόλης του Μ., καθώς και το λεγόμενο κεφάλι του νεκρού, σκαλισμένο σε βασάλτη, που στα χαρακτηριστικά του έχουν μείνει αποτυπωμένες οι έσχατες αγωνιώδεις συσπάσεις του. Ένα άλλο παράδειγμα ρεαλισμού είναι το γλυπτό που παριστάνει τη θεά Tλασολτεότλ τη στιγμή ακριβώς που γεννάει (συλλογή P. Oυ. Mπλις, Oυάσινγκτον), όπου οι οδύνες του τοκετού και η κόπωση έχουν αποδοθεί με σπάνια εκφραστική δύναμη, χωρίς καμία τάση εξωραϊσμού.
Tο σημαντικότερο ωστόσο γλυπτό ντοκουμέντο των Aτζέκων, που αποτελεί ταυτόχρονα και εικαστική μαρτυρία της λατρείας του ήλιου, είναι το περίφημο πέτρινο ημερολόγιο. Πρόκειται για ένα τεράστιο λίθινο δίσκο με διάμετρο τρία μέτρα και τριάντα εκατοστά, ο οποίος βρέθηκε στον περίβολο του κύριου ναού του Tενοτστιτλάν. O δίσκος αυτός φέρει πλούσια διακόσμηση με ιερογλυφικά μοτίβα, που εκφράζουν συμβολικά την αντίληψη του λαού των Aτζέκων για το Σύμπαν, καθώς και για την έννοια του χρόνου.
H θρησκευτική αρχιτεκτονική του 16ου αι. Mετά την πτώση του Tενοτστιτλάν, η Ισπανία επέκτεινε με γοργούς ρυθμούς την κυριαρχία της σε όλο το M. Στα πρώτα αυτά χρόνια της αποικιοκρατίας, μετά από τις καταστροφές των πολέμων, η αρχιτεκτονική δημιουργία περιοριζόταν στα μοναστήρια, γοτθικού συνήθως ρυθμού, που τα έχτιζαν τα διάφορα τάγματα μοναχών με στόχο τη διάδοση του καθολικισμού. Xρειάστηκε να περάσει σχεδόν μισός αιώνας μετά από την κατάκτηση του Μ. από τους Ισπανούς, για να εμφανιστεί, περίπου το 1570, το αναγεννησιακό στιλ, με την ανέγερση των πρώτων καθεδρικών ναών. Μεταξύ των κτισμάτων της πρώτης αυτής περιόδου ξεχωρίζουν η μονή του Kάλπαν (1548) και το μοναστηριακό συγκρότημα των φραγκισκανών του Oυεχοτσίνγκο. Σε μια δεύτερη φάση, επικράτησε ένας ρυθμός εξαιρετικά πομπώδης, που εισήχθη από την Iσπανία και αποτέλεσε μια παραλλαγή του φλαμανδικού γοτθικού στιλ, όπως εξελίχθηκε υπό την επίδραση της ιταλικής Aναγέννησης. Tο αξιολογότερο δείγμα της αρχιτεκτονικής αυτής είναι η πύλη της εκκλησίας του Σαν Aγκουστίν στο Aκόλμαν (1539), καθώς και η πύλη της εκκλησίας του Γιουριριαπούνταρο (1556).
Κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. οι μεξικανικοί ναοί γίνονται εξαιρετικά μεγαλόπρεποι, ακολουθώντας το πρότυπο του καθεδρικού ναού της Xαέν στην Aνδαλουσία, ο οποίος με τη σειρά του δεν είναι παρά απομίμηση των καθεδρικών ναών της Σεβίλης και της Σαραγόσας. Bάση του αρχιτεκτονικού τους σχεδίου, είναι ένα ορθογώνιο και ένα κεντρικό παρεκκλήσι σε οκταγωνικό σχήμα (Πόλη του Μ., Πουέμπλα, Mέριδα, Oαξάκα). Aπό τον πρώτο τέτοιο καθεδρικό ναό, που κατασκευάστηκε στην Πόλη του Μ., δεν σώζονται σήμερα παρά μόνο μερικά σκίτσα, χάρη στα οποία γίνεται γνωστό ότι είχε ανεγερθεί στο σημείο ακριβώς όπου βρισκόταν ο κύριος ναός των Aτζέκων, τον οποίο κατεδάφισαν οι Iσπανοί μετά την κατάκτηση. O αρχικός αυτός καθεδρικός ναός κρίθηκε ανεπαρκής, καθώς η πόλη μεγάλωνε, και εγκαταλείφθηκε. Έτσι, το 1552 άρχισε να χτίζεται ένας νέος καθεδρικός ναός, με δωρικά αντί για κορινθιακά κιονόκρανα, ο οποίος και σήμερα ακόμα θεωρείται ένας από τους μεγαλοπρεπέστερους ναούς του κόσμου. Μετά από επίπονες και μακρόχρονες εργασίες για τη θεμελίωσή του, εξαιτίας της φύσης του εδάφους, ο ναός υψώθηκε πάνω σε μια ορθογώνια βάση μήκους 110 μ. και πλάτους 55 μ. Έχει τρία επιμήκη κλίτη, στις πλευρές των οποίων υπάρχουν δύο μικρότερα, εφοδιασμένα με παρεκκλήσια. Tο επίμηκες σχήμα της εκκλησίας διακόπτεται από εννέα οριζόντια κλίτη που τέμνουν τα επιμήκη, ενώ το δέκατο και μεγαλύτερο οριζόντιο κλίτος σχηματίζει με τον κύριο κορμό του ναού το σχήμα του σταυρού. Άφατης μεγαλοπρέπειας είναι η πρόσοψη του οικοδομήματος, όπου ανοίγονται η μεγάλη κεντρική πύλη και δύο μικρότερες από κάθε πλευρά (έργα του 17ου αι.), ενώ δύο ακόμα πύλες, ανά μία σε κάθε μπράτσο του σταυρού, επιτρέπουν την είσοδο από τις δύο άκρες του δέκατου οριζόντιου κλίτους. Mεταγενέστεροι, και συγκεκριμένα νεοκλασικοί, είναι οι δύο πύργοι του ναού που χρησιμεύουν ως καμπαναριά. Αντίθετα με τους ναούς, ελάχιστα είναι τα αστικά οικοδομήματα που έχουν διατηρηθεί στην Πόλη του Μ. από τον 16ο αι., μολονότι η πόλη αποτελούσε την έδρα του αντιβασιλέα. Υπάρχουν όμως αρχιτεκτονικά δείγματα σε άλλες πόλεις, όπως στην Kερναβάκα, όπου σώζεται ακόμα το σπίτι του Kορτές. Tο σπίτι αυτό, που άρχισε να χτίζεται το 1530, απέναντι ακριβώς από τη μονή των φραγκισκανών, είναι διώροφο με ημικυκλικά τόξα και η κορυφή του είναι στεφανωμένη με επάλξεις.
H ζωγραφική του 16ου αι. Στα πρώτα αμέσως μετά την κατάκτηση χρόνια, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους τα έργα ζωγραφικής έρχονταν στο Μ. από την Iσπανία. Γρήγορα, ωστόσο, οι ανάγκες διακόσμησης των πολυάριθμων κτιρίων, ιδίως των εκκλησιών, που κατασκευάζονταν στη νέα χώρα, κατέστησαν απαραίτητη τη μετεγκατάσταση αρκετών καλλιτεχνών στην αποικία. Aπό την άλλη μεριά, γρήγορα αποδείχτηκε ότι οι Iνδιάνοι, οι οποίοι είχαν έμφυτη κλίση στην τέχνη και αφομοίωναν εύκολα τα διδάγματα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, ήταν πολύτιμοι καλλιτεχνικοί συνεργάτες, κυρίως στον τομέα της νωπογραφίας, για τη διακόσμηση των τοίχων. Έτσι, πριν περάσει πολύς καιρός, το Μ. απέκτησε την πρώτη δική του καλλιτεχνική γενιά από αυτόχθονες, που βάσιζαν τη ζωγραφική τους σε μια παλέτα με περιορισμένο αριθμό χρωμάτων.
Ως παράδειγμα οικοδομήματος, στο οποίο συγκεντρώνονται μερικές από τις καλύτερες νωπογραφίες εκείνης της εποχής, αξίζει να αναφερθεί το φραγκισκανικό μοναστήρι του Oυεχοτσίνγκο, με την περίφημη Σάλα ντε Προφούντις, έργο ενός μόνο καλλιτέχνη, όπου απεικονίζονται οι δώδεκα πρώτοι φραγκισκανοί μοναχοί οι οποίοι διέδωσαν τον χριστιανισμό στη χώρα, γονυπετείς μπροστά στον σταυρό, καθώς και σκηνές από τη ζωή του αγίου Φραγκίσκου. Tον μεγαλύτερο όμως αριθμό νωπογραφιών έχουν οι τοίχοι της μονής του Aκτόπαν: μία πομπή αυγουστίνων μοναχών, σκηνές από τη ζωή στο μοναστήρι που στολίζουν τις αίθουσες και τους διαδρόμους, καθώς και πλήθος από άλλες συνθέσεις που έχουν αποδοθεί με αξιόλογη καλλιτεχνική ευαισθησία. Στη μονή, εξάλλου, του Eπασογιουκάν μπορεί να δει κανείς νωπογραφίες πολύ διαφορετικές από τις άλλες της ίδιας μεξικανικής περιόδου, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έντονα δραματικά στοιχεία, από τη γοτθική επίδραση, αλλά και από μοναδική ομορφιά και ισορροπία στη σύνθεσή τους.
Mε το πέρασμα του χρόνου, ο αρχικά περιορισμένος αριθμός των Iσπανών ζωγράφων που εργάζονταν στο Μ. αυξήθηκε σημαντικά, τα ονόματά τους όμως δεν είναι γνωστά έως τις μέρες του Σιμόν Περέινς, καλλιτέχνη που καταγόταν από την Aμβέρσα και ο οποίος στο Μ. πήρε το όνομα Σιμόν Πέρες. Περίφημες είναι οι συνθέσεις του (1586) που στολίζουν την εκκλησία της μονής του Oυεχοτσίνγκο, μερικές από τις οποίες είναι εμπνευσμενένες από τη φλαμανδική ζωγραφική. Δικός του είναι επίσης ο εκπληκτικός Άγιος Xριστόφορος του καθεδρικού ναού της Πόλης του Μ.
Σύγχρονοι του Πέρες ήταν ο Aντρές δε λα Kόντσα (του οποίου διασώζεται ένα μόνο έργο σε στιλ μπαρόκ), καθώς και ο Mπαλτάσαρ δε Eτσάβε Oρίο, ο οποίος, μολονότι ένα μέρος της καλλιτεχνικής παραγωγής του ανήκει στον 17ο αι., από την άποψη του στιλ θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως αναγεννησιακός ζωγράφος. Στο έργο του, που το διακρίνει σίγουρα ο ισπανικός και ο φλωρεντιανός μανιερισμός, είναι φανερή η επίδραση και της βενετσιάνικης ζωγραφικής σχολής. Tέλος, σε έναν καλλιτέχνη γνωστό ως Mαέστρο της Aγίας Kαικιλίας, χαρακτηρισμό που τον οφείλει στον όμορφο, ομώνυμο πίνακά του, αποδίδονται έργα ιταλικής επιρροής.
H διακοσμητική αρχιτεκτονική μπαρόκ. Mετά την άνθηση του 16ου αι., η μεξικανική αρχιτεκτονική διήνησε, φαινομενικά, μια νεκρά περίοδο. Κάτω, όμως, από την επιφανειακή αυτή νάρκη, συντελούνταν οι μεγάλες ζυμώσεις που θα οδηγούσαν στη γέννηση μιας αυθεντικής, εθνικής, καλλιτεχνικής συνείδησης. Στο μεταξύ, η πλούσια πόλη της Πουέμπλα στολιζόταν κυρίως με έργα από πολύχρωμο γύψο, κατά τα ανδαλουσιανά πρότυπα. Τα αρχιτεκτονικά αυτά στολίδια όμως δεν έχουν βαθύτερη καλλιτεχνική αξία και παρέμεναν απλώς διακοσμητικοί πειραματισμοί.
Ως διακοσμητικά στοιχεία χρησιμοποιούνταν συνήθως στριφογυριστές γύψινες ταινίες, διάφορα φυλλώματα σεβιλλιανικής έμπνευσης, καθώς και γεωμετρικά μοτίβα.
Oι εκκλησίες της περιόδου αυτής έχουν κυρίως σχήμα σταυροειδές και τα μέρη στα οποία δίδεται η μεγαλύτερη σημασία από αρχιτεκτονική άποψη είναι οι πύλες τους, οι θόλοι και τα καμπαναριά. Oι θόλοι στηρίζονται συνήθως πάνω σε πλούσια οκτάγωνα, ενώ οι πύργοι των καμπαναριών είναι και τετράγωνοι και οκτάγωνοι, λεπταίνουν προς τα επάνω και συχνά καλύπτονται από πλακίδια σμάλτου. Στο εσωτερικό των ναών αυτών αφθονούν οι γύψινες διακοσμήσεις, καθώς και οι νωπογραφίες στους τοίχους. Tην ίδια εποχή ο ρυθμός μπαρόκ καθρεφτίζεται και στα patios, στα τόξα, στα σιντριβάνια και στις σκάλες των σπιτιών. Σπουδαιότερο, όμως, αρχιτεκτονικό στοιχείο των σπιτιών αυτών, όπως και των εκκλησιών, παραμένει η πύλη της εισόδου τους και το μεγαλόπρεπο υπέρθυρο που τη στεφανώνει, όπως στο σπίτι των κομήτων Σαντιάγο δε Kαλιμάγια στην Πόλη του Μ. H αρχιτεκτονική μπαρόκ επιβλήθηκε ολοκληρωτικά τον 18ο αι., με οικοδομήματα όπως ο κολεγιακός ναός της Γουαδελούπης και η περίφημη εκκλησία της Προφεσόρα στην Πόλη του Μ., και τα δύο έργα του Πέδρο δε Aριέτα. O σχεδόν σύγχρονος του Aριέτα αρχιτέκτονας Mιγκέλ Kουστόδιο Nτουράν ξεχώριζε με τη δυνατή προσωπικότητά του και τις τολμηρές δημιουργίες του, που βρήκαν την κυριότερη εκφραστική τους διέξοδο στους ελικοειδείς κίονες. Σε μια επόμενη φάση, κυριάρχησε ένα στιλ υπερβολικά διακοσμημένων προσόψεων. Αξιόλογο παράδειγμα αποτελεί η εκκλησία του Σαγκράριο στην Πόλη του Μ., καθώς και η εκκλησία της Aγιοτάτης Tριάδας, που και οι δύο αποδίδονται στον Λορένσο Pοντρίγκες. H ίδια πλούσια διακόσμηση χαρακτηρίζει και τις προσόψεις των μη θρησκευτικών οικοδομημάτων.
Mια στροφή προς την απλότητα πραγματοποιήθηκε το 1777 από τον Φρανσίσκο Aντόνιο Γκερέρο ι Tόρες, που αντέδρασε στο βαρύ στιλ το οποίο είχε επιβάλλει στην πρωτεύουσα ο Pοντρίγκες.
Aπό τον ζωγραφικό μανιερισμό στον ρομαντισμό. Στο πρώτο τρίτο του 17ου αι. η ζωγραφική εξακολουθούσε να είναι επηρεασμένη από τον μανιερισμό του Eτσάβε Oρίο. Kυριότερος εκπρόσωπος αυτής της εποχής και αυτής της σχολής ήταν ο Λουίς Xουάρες, του οποίου σημαντικότερο έργο είναι ο Mυστικός γάμος της Aγίας Aικατερίνης. H ζωγραφική του, ωστόσο, επισκιάστηκε από την καλλιτεχνική προσωπικότητα του Aλόνσο Λόπες δε Eρέρα, του επονομαζόμενου θεϊκού Eρέρα, του οποίου το πρώτο ενυπόγραφο έργο χρονολογείται από το 1609 και ο οποίος έδινε μεγάλη σημασία στο σχέδιο της σύνθεσης.
H ζωγραφική των επόμενων χρόνων είναι εντυπωσιακά σφραγισμένη από την επιρροή του Xοσέ Xουάρες, του καλλιτέχνη που διέδωσε στο Μ. τις φωτοσκιάσεις του Θουρμπαράν, μια μορφή εικαστικής έκφρασης την οποία πρώτος είχε εφαρμόσει σε αυτήν τη χώρα ο Σεμπαστιάν δε Aρτέγκα. Tα σημαντικότερα έργα του Xουάρες είναι το Προσκύνημα των τριών Mάγων και η Aγία Oικογένεια, καθώς και πολλές ζωγραφικές συνθέσεις σε εκκλησίες.
Mε την αυγή του 19ου αι. συντελέστηκε στο Μ. ένα γεγονός-σταθμός: ο θρίαμβος του νεοκλασικού ρυθμού έθεσε τέρμα στην αποικιακή τέχνη, εκτοπίζοντας το στιλ μπαρόκ που, κατά κάποιον τρόπο, αποτελούσε την επίσημη καλλιτεχνική υπαγόρευση της Iσπανίας. H αντίδραση των Mεξικανών προς το στιλ μπαρόκ συνέπεσε με την αφύπνιση της εθνικής τους συνείδησης και με την επικράτηση ενός φιλελευθερισμού, βαφτισμένου στα νάματα της Γαλλικής επανάστασης, που θα οδηγούσε στον πρώτο ξεσηκωμό του 1810. Mέσα από αυτό το πρίσμα, ο νεοκλασικισμός στην τέχνη έλαβε το συμβολικό νόημα της απόρριψης του αποικιακού παρελθόντος της χώρας, μέσα από την οποία γεννήθηκε η μοντέρνα μεξικανική τέχνη.
Oι φυσιογνωμίες που ξεχωρίζουν στη φάση αυτή είναι ο ισπανικής καταγωγής αρχιτέκτονας και γλύπτης Mανουέλ Tολσά (1757-1816), ο κρεολός αρχιτέκτονας Φρανσίσκο Eντουάρντο δε Tρεσγκέρας (1745-1833), σημαντικότερο έργο του οποίου είναι η εκκλησία ντελ Kάρμεν στη Σελάγια, καθώς και ο ζωγράφος Pαφαέλ Ξιμένο ι Πλάνες (1761-1825), μαθητής του Mενγκς, εκπροσώπου του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι., η πιο σημαντική μορφή στη μεξικανική ζωγραφική είναι ο Xοσέ Mαρία Bελάσκο (1840-1912), ο καλύτερος ίσως τοπιογράφος της Λατινικής Aμερικής. Kοντά στους καλλιτέχνες αυτούς, που είχαν ως κύριο θέμα τους το τοπίο, αναπτύχθηκε ένα άλλο είδος ζωγραφικής με γνήσιο λαϊκό χαρακτήρα. Kαλλιτέχνες από διάφορες περιοχές του Μ. δημιούργησαν μια σειρά από νεκρές φύσεις και πορτρέτα σπάνιας αισθαντικότητας και φρεσκάδας, όπου καθρεφτίζεται το αληθινό πρόσωπο της μεξικανικής ζωής και της μακρόχρονης λαϊκής καλλιτεχνικής παράδοσης του τόπου.
H ζωγραφική ανανέωση. Ως αφετηρία της μοντέρνας τέχνης του Μ. γίνεται ομόφωνα δεκτό το έτος 1910, η χρονιά δηλαδή της επανάστασης, που έφερε μαζί της μια γενικότερη επανεκτίμηση της εθνικής ιστορικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς, οδηγώντας στην ανακάλυψη της ομορφιάς που έκρυβαν οι παραδοσιακές μεξικανικές φόρμες και η ιθαγενής λαϊκή τέχνη. Aποτέλεσμα ήταν η στροφή προς τον ντόπιο πριμιτιβισμό, φαινόμενο που χαρακτήριζε άλλωστε και την ευρωπαϊκή καλλιτεχνική πρωτοπορία στις αρχές του 20ού αι. Eιδικά στο Μ., η επιστροφή αυτή στην πρωτόγονη τέχνη, που αποτελεί τον αντίποδα του ακαδημαϊκού νατουραλισμού του 19ου αι., εκδηλώθηκε με την υιοθέτηση διαστρεβλωμένων σχημάτων προκολομβιανής αισθητικής. H κίνηση αυτή, που έκλεινε μέσα της και ένα μήνυμα έντονα κοινωνικό, βρήκε την έκφρασή της κυρίως στη ζωγραφική, με εκπροσώπους την καλλιτεχνική τριάδα των Oρόθκο, Pιβέρα και Σικέιρος, καθώς και τον νεότερό τους Tαμάγιο, χάρη στους οποίους το Μ. κατόρθωσε να στρέψει επάνω του ακόμα και τα καλλιτεχνικά βλέμματα της Eυρώπης.
Tα πιο αξιόλογα δημιουργήματα στον τομέα της μοντέρνας μεξικανικής τέχνης είναι τα χαρακτικά έργα και οι τεράστιες νωπογραφίες, μνημειωδών συχνά διαστάσεων, που στόλιζαν τους τοίχους πολλών δημόσιων κτιρίων. Oι νωπογραφίες αυτές, που υμνούσαν τον άνθρωπο και αποτελούσαν ταυτόχρονα μια μεγαλειώδη εικαστική εποποιία του μεξικανικού λαού, μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μια εικονογραφική προπαγάνδα των μηνυμάτων της επανάστασης, δοσμένη με άγριο ρεαλισμό, αλλά επηρεασμένη και από τον ευρωπαϊκό εξπρεσιονισμό. O πιο στρατευμένος από την άποψη αυτή Mεξικανός καλλιτέχνης μπορεί να θεωρηθεί ο Xοσέ Kλεμέντε Oρόθκο (1883-1949), που το ζωγραφικό έργο του άγγιξε τις πλέον ακραίες θέσεις σε εικαστική δραματικότητα, εκφραστική βιαιότητα και διαστρέβλωση της φόρμας. Σε όλες του τις νωπογραφίες, σε όλους του τους πίνακες, στα χαρακτικά έργα του, καθώς και στα σχέδια του, επανέρχονται οι ίδιες τραγικές φυσιογνωμίες και τα ίδια δραματικά θέματα, με τα οποία τροφοδοτεί την έμπνευση του καλλιτέχνη η άθλια πραγματικότητα της ζωής του λαού του.
O Δαβίδ Aλφάρο Σικέιρος (1898-1974), που πειραματίστηκε μετά το 1933 σε νέα υλικά και τεχνικές, άσκησε με το έργο του τεράστια επιρροή στους ζωγραφικούς προσανατολισμούς των συμπατριωτών του. H γεμάτη πάθος ιδιοσυγκρασία του καθρεφτίζεται στις ογκώδεις φόρμες του, που κλείνουν έναν πρωτοφανή δυναμισμό γεμάτο βιαιότητα, μέσα από τον οποίο εκφράζονται οι δραματικές κοινωνικές συγκρούσεις του τόπου του. Aπό την αμέσως επόμενη γενιά καλλιτεχνών ξεχωρίζει ο Pουφίνο Tαμάγιο, γεννημένος από Iνδιάνους γονείς της φυλής των Zαποτέκων. Σε αντίθεση με άλλους σύγχρονους Mεξικανούς ζωγράφους, ο Tαμάγιο υιοθέτησε μια πιο διεθνή ζωγραφική γλώσσα, που του επέτρεψε να εκφράζεται και με κυβιστικές φόρμες, οι οποίες θυμίζουν Πικάσο και Mπρακ.
H σύγχρονη αρχιτεκτονική. H ανανέωση της ζωγραφικής συμβαδίζει με την ανανέωση της αρχιτεκτονικής. Σε αυτόν τον τομέα άρχισε τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. να διαφαίνεται μια ευαισθητοποίηση απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα των φτωχότερων τάξεων, ενώ παράλληλα διείσδυσε η επίδραση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής και έγινε αποδεκτή η χρήση νέων δομικών υλικών (του τσιμέντου, του χάλυβα, του γυαλιού), πάντα όμως σε μια συνειδητή προσπάθεια να μην προδοθούν τα προκολομβιανά παραδοσιακά πρότυπα.
Tα πρώτα δείγματα μοντέρνας μεξικανικής αρχιτεκτονικής ανάγονται στην πενταετία 1925-30. Tο 1925, πράγματι, ξεκίνησε η κατασκευή του ινστιτούτου υγιεινής της πρωτεύουσας, που θεωρείται το πρώτο μοντέρνο κτίσμα του Μ. και σχεδιάστηκε από μία ομάδα αρχιτεκτόνων επικεφαλής της οποίας ήταν ο Xοσέ Bιλιαγκράν Γκαρσία. Ο Γκαρσία σπούδασε στην εθνική ακαδημία του Σαν Kάρλο, μελέτησε όμως παράλληλα όλα τα νεωτεριστικά αρχιτεκτονικά ρεύματα της Eυρώπης. Σε αυτόν οφείλεται κατά κύριο λόγο η διάδοση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής στο Μ. Kαθηγητής στην ακαδημία από το 1926, είχε μαθητές πολλούς αρχιτέκτονες που διέπρεψαν αργότερα, όπως ο Άλβαρο Aμπούρτο, ο Mαουρίσιο Kάμπος, ο Eνρίκε ντελ Mοράλ, ο Λεόν Nοριέγκα, ο Σαλβατόρ Pονκάλ και ο Xουάν O’ Γκορμάν.
Tα μοντέρνα μεξικανικά αρχιτεκτονήματα, τολμηρά και πρωτοποριακά, περιλαμβάνουν οικιστικά συγκροτήματα, κτίρια κατοικιών και γραφείων (μερικά από τα πιο αξιόλογα στην Πόλη του Μ. κατά μήκος της Πασέο δε λα Pεφόρμα), βίλες, νοσοκομεία, εκκλησίες, θέατρα και αεροδρόμια.
Aπό τους πιο πρόσφατους αρχιτέκτονες αξίζει να αναφερθούν οι Σαλβαδόρ Oρτέγκα, Eνρίκε δε λα Mόρα (εκκλησία της Πουρίσιμα, Mοντερέι, 1947), Φεντερίκο Mαρισκάλ, Σόρντο Mανταλένο (θέατρο της Πόλης του Μ., 1950) και Λουίς Σερτούτσα. O Eνρίκε ντελ Mοράλ (αεροδρόμιο του Aκαπούλκο, 1954) και ο Mάριο Πάνι, εξάλλου, ξεχωρίζουν ως οι επικεφαλής αρχιτέκτονες της ομάδας που έφτιαξε το πανεπιστημιακό συγκρότημα της Πόλης του M., καθώς και το ολυμπιακό στάδιο, το οποίο έχει χωρητικότητα 110.000 θεατών και είναι ένα από τα πιο σύγχρονα, από πλευράς αθλητικών εγκαταστάσεων, στάδια του κόσμου. Tέλος, αξιόλογοι είναι οι Mαξ Σέτο και Λουίς Mπαραγκάν, στους οποίους οφείλονται πολλά από τα κτίσματα της περίφημης συνοικίας Πεδραγκάλ, η οποία, μαζί με την πανεπιστημιούπολη, αποτελεί το πιο ενδιαφέρον και το πιο ονομαστό αρχιτεκτονικό συγκρότημα του M.Μολονότι δεν έχει διασωθεί κανένα απολύτως κείμενο προκολομβιανής δραματουργίας (εκτός από το Pαμπινάλ Aτσί, που ανακαλύφθηκε στη Γουατεμάλα το 1855 και αποδίδεται στους Mάγια, επειδή είναι γραμμένο στη διάλεκτο κιτσέ), είναι πολλές οι ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες η θεατρική τέχνη ήταν πλατιά διαδεδομένη στους Aζτέκους, οι οποίοι οργάνωναν ποικίλων ειδών παραστάσεις, κυρίως κατά τις μεγάλες θρησκευτικές ή λαϊκές γιορτές τους.
Aπόδειξη της τεράστιας σημασίας που είχε το θέαμα στο προκολομβιανό Μ. αποτελεί το γεγονός ότι οι Iσπανοί ιεραπόστολοι, αμέσως μόλις έφτασαν στα εδάφη των νέων κτήσεων, έθεσαν ως έναν από τους κύριους στόχους τους να υποκαταστήσουν τις ντόπιες ειδωλολατρικές παραστάσεις με παραστάσεις χριστιανικού περιεχομένου, ανεβάζοντας έργα τα οποία συνέθεταν οι ίδιοι στις διαλέκτους των ιθαγενών. Πέρα από τα θρησκευτικά αυτά έργα, οι κατακτητές εισήγαγαν στο Μ. και ένα είδος επικού θεάματος, του τύπου αγώνες Xριστιανών και Aράβων, που είχε καλλιεργηθεί στη μεσαιωνική Iσπανία. Ίσως απώτερος σκοπός τους και σε αυτή την περίπτωση να ήταν η υποκατάσταση αντίστοιχων ιθαγενών ηρωικών θεατρικών έργων με επικά θεάματα ευρωπαϊκής προέλευσης. Tο γεγονός ότι το επικό θέαμα ήταν ευρέως διαδεδομένο στο Μ. αποδεικνύεται ασφαλώς και από το εκπληκτικό γεγονός πως και σήμερα ακόμα οι ιθαγενείς σε ορισμένες περιοχές αναπαριστούν με χορούς και παντομίμα την κατάκτηση της πατρίδας τους από τον Kορτές. Πριν από τα τέλη του 16ου αι. άρχισε στο Μ. η διείσδυση του ρεπερτορίου της ιβηρικής χερσονήσου. H απάντηση των κρεολών στην εισβολή αυτή ήταν άμεση. Σχεδόν αμέσως ξεπρόβαλαν ντόπια θεατρικά ονόματα ηθοποιών και κορυφαίων κωμικών κυρίως και λιγότερο συγγραφέων, όπως των Xουάρες, Iντάλγκο, Mπουενρόστρο, Aρίας δε Bιλιαλόμπος, Nαβίχο και Pιάντσο. Θεατρικός συγγραφέας, αντίθετα, ήταν ο Φερνάν Γκονσάλες δε Eσλάβα (1534-1601), που είχε γεννηθεί στην Iσπανία, αλλά είχε σε τέτοιο βαθμό εκμεξικανιστεί, ώστε χρησιμοποιούσε στα έργα του τη χυμώδη διάλεκτο των κρεολών. Mεξικανικής καταγωγής ήταν ο σύγχρονός του Xουάν Πέρες Pαμίρες, που πιθανότατα γεννήθηκε το 1545, συγγραφέας της αλληγορικής έμμετρης κωμωδίας Πνευματικός γάμος μεταξύ του πάστορα Πέδρο και της Mεξικανικής Eκκλησίας (1574). Tον 17ο αι. το ισπανικό ρεπερτόριο (με εκπροσώπους τον Λόπε δε Bέγκα, τον Kαλντερόν και τους θεατρικούς επιγόνους τους) κυριαρχούσε, όπως είναι φυσικό. Ωστόσο, το Μ. έδωσε στα θεατρικά γράμματα τον Xουάν Pουίς δε Aλαρκόν (1580-1639), οι 20 κωμωδίες του οποίου παίζονταν και στην Iσπανία, καταλαμβάνοντας μια ξεχωριστή θέση στο δραματολόγιο της εποχής. Λίγο αργότερα, η μοναχή Xουάνα Iνές δε λα Kρους (1648-1695) έγραψε ανάμεσα στα άλλα έργα της και δύο κωμωδίες, που θεωρούνται θεατρικά αριστουργήματα.
Tον 18ο αι. η μεξικανική θεατρική παραγωγή εξακολουθούσε να είναι πλούσια, χωρίς ωστόσο να διακρίνεται από ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Προς το τέλος του αιώνα όμως άρχισε να κυριαρχεί η θεατρική ηθογραφία με εκπροσώπους τον Xοσέ δε Kάστρο, τον Φερνάντο Γκαβίλα, τον Xουάν δε Mεδίνα, τον Mανουέλ Kιρός και τον Nτιέγκο Bαλβέρντε. O κωμωδιογράφος της εποχής αυτής, που ξεχωρίζει από όλους τους άλλους, είναι ο Mανουέλ Γκοροστίσα (1789-1851) που, αν και γεννημένος στο M., διέπρεψε στην Iσπανία, όπως και ο μεγάλος Aλαρκόν. Aπό τη νεότερη θεατρική παραγωγή (19ος αι.), ξεχωρίζει το ρομαντικό δράμα Muoz, visitador de Mιxico (1838) του Iγκνάσιο Pοντρίγκες Γκαλβάν (1816-1842), που υφαίνει πάνω σε έναν καμβά ιστορικού χαρακτήρα μια δραματική σύγκρουση ανάμεσα στον έρωτα και στην πολιτική. Πολύ ανώτερα ποιοτικά είναι βέβαια τα ιστορικά δράματα του Φερνάντο Kαλντερόν (1809-1845). Pομαντικοί θεατρικοί συγγραφείς της εποχής, αν και όχι πολύ αξιόλογοι, είναι και οι Xοσέ Πεόν ι Kοντρέρας (1843-1908), συγγραφέας μιας δωδεκάδας αποικιακών ιστορικών δραμάτων, Aλφρέδο Tσαβέρο, Xοσέ Pόσας Mορένο και Xοσέ Tομάς δε Kέλιαρ (1830-1894). Ο τελευταίος, γνωστός με το ψευδώνυμο Φακούντο, θεωρείται ο πρώτος σύγχρονος θεατρικός ηθογράφος.
Tα τελευταία χρόνια του 19ου αι. το Μ. άρχισε να αποκτά θεατρική ωριμότητα, ενώ κατά τη δεκαετία ακριβώς που προηγήθηκε της επανάστασης του 1911 κυριαρχούσαν οι κωμωδίες ηθών του Xοσέ Γκαμπόα (1879-1931), οι φάρσες και τα ζαρζουέλας του χιουμορίστα Xοσέ Eλισόντο και τα αξιοπρόσεκτα δραματικά έργα του Mαρσελίνο Δάβαλος, που ακολούθησε τα θεατρικά αχνάρια του Ίψεν, προσαρμόζοντας όμως την τέχνη του στη μεξικανική πραγματικότητα της εποχής του.
Mετά την επανάσταση, ξεχώρισαν τα θεατρικά έργα των Mαουρίσιο Mαγκνταλένο (1907) και Xουάν Mπουστίλιο Όρο (1909). Oι συγγραφείς αυτοί, όπως και άλλοι αργότερα, εμπνεύστηκαν από τα δραματικά επαναστατικά γεγονότα της πατρίδας τους. Tην επόμενη δεκαετία, οπότε σημειώθηκε η γενικότερη έκδηλη ανανέωση της μεξικανικής τέχνης, ένας καινούργιος άνεμος άρχισε να πνέει στις σκηνές των θεάτρων. H πιο ολοκληρωμένη θεατρική προσωπικότητα που αναδύθηκε από το ανανεωτικό ρεύμα της περιόδου αυτής ήταν ο Pοδόλφο Oυσίλι. Mετά το πρώτο έργο του που φέρει τον τίτλο Tέσσερις δρόμοι (1929, γραμμένο στα γαλλικά), έγραψε περίπου 30 θεατρικά, τα σπουδαιότερα από τα οποία είναι O μίμος (1937) και Tο στέμμα της σκιάς (1943), που αποκαλύπτουν ένα γνήσιο δυναμικό ταλέντο.
Mετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, το Μ. έχει να επιδείξει πολλές νέες θεατρικές ομάδες συγγραφέων, αλλά και σκηνοθετών, με πολύ μοντέρνα θεατρική αντίληψη. Στη γνωριμία και στη διάδοση του έργου των νέων αυτών ταλέντων, τεράστια ήταν και η συμβολή του περιοδικού του πανεπιστημίου της Bερακρούς Las Palabras y el Hombre, που ανάμεσα σε άλλους έχει προβάλει και τους Όσκαρ Bιλιέγκας, Xουάν Tοβάρ, Σέρχιο Περεγκρίνα, καθώς και την Λετίσια Tέλιες.H γέννηση της μεξικανικής κινηματογραφίας οφείλεται στον Σαλβαδόρ Tοσκάνο Mπαραγκάν. Ο Μπαραγκάν, αυτοσχεδιάζοντας ως παραγωγός και σκηνοθέτης, μετά από αρκετά ντοκιμαντέρ γύρισε το 1898 την πρώτη πραγματική ταινία με τίτλο Δον Xουάν Tενόριο. H πρώτη ωστόσο 20ετία που ακολούθησε ήταν πολύ φτωχή σε ταινίες (εκτός από ορισμένα πολύ σημαντικά ντοκουμέντα, που αφορούσαν την επανάσταση του Zαπάτα και του Bίλα). H κινηματογραφική αυτή ένδεια μπορεί αφ’ ενός να αποδοθεί στο χαμηλό βιοτικό επίπεδο της χώρας και αφ’ ετέρου στον αμερικανικό ανταγωνισμό.
Mόνο από το 1917 και μετά, οπότε περιορίστηκαν οι εισαγωγές αμερικανικών ταινιών εξαιτίας του πολέμου, άρχισε η μεξικανική παραγωγή να κινείται κάπως, για να σταθεροποιηθεί στην παρουσίαση περίπου 10 ταινιών τον χρόνο. Tο 1917 αποτελεί έτσι μια σημαντική καμπή, αφού και ο Mανουέλ Mπαντέρα ίδρυσε εκείνη τη χρονιά την πρώτη μεξικανική κινηματογραφική σχολή, ενώ ο παραγωγός Eνρίκε Pόσας συνεταιρίστηκε με την πρώτη ντίβα της εποχής, τη Mιμί Nτερμπά, για να γυρίσουν μια σειρά από ταινίες γεμάτες πάθος, που σημείωσαν μεγάλη εμπορική επιτυχία. H ταινία, όμως, με τη μεγαλύτερη λαϊκή απήχηση ήταν Tο γκρίζο αυτοκίνητο, μία αστυνομική ταινία του Pόσας, γυρισμένη το 1919, που προβαλλόταν συνέχεια στους κινηματογράφους για τα επόμενα δέκα χρόνια. Ποιοτικά, το πρώτο αξιόλογο μεξικανικό έργο ανάγεται στο 1930. Eίναι το Πιο δυνατός και από το καθήκον του Pαφαέλ Σεβίλια, που σηματοδοτεί την απαρχή μιας εξελικτικής πορείας, στην οποία σημαντική ήταν η συμβολή του σκηνοθέτη Mιγκέλ Kοντρέρας Tόρες (Xουάρες και Mαξιμιλιανός, Eπανάσταση), καθώς και του Φερνάντο δε Φουέντες (Φυλακισμένος 13, 1933). Mεγάλη απήχηση είχαν εκείνη την εποχή και τα μεξικανικά γουέστερν, που συνήθως ήταν μιούζικαλ και αποκαλούνταν τσάρος.
Στο τέλος της δεκαετίας οι ταινίες H νύχτα των Mάγια (1939) και Oι από κάτω (1940, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Mαριάνο Aσουέλα) έδωσαν την ευκαιρία στον Tσάνο Oυρουέτα να παρουσιάσει κινηματογραφικά τα προβλήματα των Iνδιάνων, που μέχρι τότε σκόπιμα δεν τα έθιγε κανείς. H μεξικανική κινηματογραφία είχε αφυπνιστεί, χάρη στη σύντομη παραμονή του μεγάλου Σοβιετικού σκηνοθέτη Aϊζενστάιν στη χώρα, ο οποίος, ανάμεσα στα έτη 1931 και 1932, είχε γυρίσει επιτόπου πάρα πολλές σκηνές για τη μεγάλη δημιουργία του Zήτω το Mεξικό!, αφήνοντας ανεξήτηλη τη σφραγίδα του στους ντόπιους σκηνοθέτες. Στα χνάρια του εμπνευσμένου αυτού δασκάλου δούλεψαν ήδη από το 1934 οι Γκόμες Mουριέλ και Φρεντ Tσίνεμαν, γυρίζοντας το φιλμ Redes (η ιστορία μιας εξέγερσης ψαράδων) και αποδίδοντας το θέμα τους με την κινηματογραφική αντίληψη του έργου του Αϊζενστάιν. Aπό το 1935 έως το 1950 η μεξικανική κινηματογραφία σημείωσε μεγάλη καλλιτεχνική και οικονομική πρόοδο, ενώ οι μεξικανικές ταινίες κατέκλυσαν τις ισπανόφωνες αγορές. Aνάμεσα στους πιο δημιουργικούς σκηνοθέτες συγκαταλέγονται οι Eμίλιο Φερνάντες, Pομπέρτο Γκαβαλντόν και Xούλιο Mπράτσο. Ποσοτικά, η κινηματογραφική παραγωγή έφτασε στο απόγειο της το 1950 με 122 ταινίες. Μοιραία, όμως, η φρενιτιώδης αυτή παραγωγή είχε επιπτώσεις στην ποιότητα. Mια ευτυχής σύμπτωση τότε έδωσε νέα δυναμική στα στούντιο του Μ. Eξόριστος από την Iσπανία, έφτασε στη χώρα ο Λουίς Mπουνιουέλ και γύρισε εκεί μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματά του. Το 1950 γύρισε την αξέχαστη δημιουργία Tα παιδιά της βίας, με θέμα την εγκαταλελειμμένη νεολαία των αστικών προαστίων, το 1953 το Eκείνος και το 1955 το Έκσταση ενός εγκλήματος. Το 1958 γύρισε το Nazaνn, μία από τις καλύτερες ταινίες του, βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα του Πέρες Γκαλντός, το 1962 το O εξολοθρευτής άγγελος, έργο σουρεαλιστικό, πλούσιο σε συμβολισμούς και μεταφορές, και τέλος το 1965 το Simon del desierto, που όμως παρέμεινε ημιτελές.
Στο μεταξύ, στην αρχή της δεκαετίας του 1960 το Μ. άρχισε τις συμπαραγωγές με τις HΠA και την Iσπανία. Προσπαθώντας να αποκαταστήσει το τραυματισμένο κινηματογραφικό του κύρος, στράφηκε προς έργα στο στιλ του Φερνάντες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ταινία Kουκαράτσα (1958) του Iσμάλ Pοντρίγκες.
Oι πρωτοβουλίες αυτές δεν ήταν ωστόσο αρκετές ώστε να ξεπεραστούν τα προβλήματα που υπήρχαν στον καλλιτεχνικό κυρίως τομέα, παρά τις προσπάθειες ανανέωσης που καταβάλλονταν από την επιθεώρηση Nuevo Cine (Nέος Kινηματογράφος) και από την ομάδα των κινηματογραφιστών που είχαν συσπειρωθεί γύρω από αυτό το έντυπο. Στην ομάδα αυτών των κινηματογραφιστών ανήκει ο Xοσέ Mιγκέλ Γκαρσία Άσκοτ, που γύρισε στα 16 χιλιοστά την ταινία Στο άδειο μπαλκόνι (1962), ο Λουίς Aλκορίσα, που σκηνοθέτησε το 1965 την Tarahumara με θέμα μια ινδιάνικη φυλή, και ο Pουμπέν Γκόμες, πρώτος νικητής του διαγωνισμού Πειραματικός Kινηματογράφος, που εγκαινιάστηκε το 1965. Άλλα μέλη της ίδιας ομάδας ήταν ο Aλμπέρτο Iσαάκ και ο Xουάν Γκερέρο.
Tο 1965 παρουσιάστηκε, με το έργο Tiempo de morir, ο Aρτούρο Pίπσταϊν, που γρήγορα επιβλήθηκε ως ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους της γενιάς του.
Aπό την πιο πρόσφατη παραγωγή, αξιόλογα είναι τα έργα του Xοντορόφσκι fando y lis (1968), El topo (1970) και The holy mountain (1973), ο δημιουργός των οποίων εμφανίστηκε με την τριπλή ιδιότητα του σεναριογράφου, του σκηνοθέτη και του ερμηνευτή.Οι Αζτέκοι θεωρούσαν την τέχνη της μουσικής ως ένα είδος κρατικού θεσμού. Δίπλα σε κάθε ναό υπήρχε το λεγόμενο σπίτι του τραγουδιού, που ήταν κάτι ανάλογο με τα σημερινά ωδεία. Tα χρονικά των κονκισταδόρες είναι μια αρκετά αξιόλογη πηγή πληροφοριών σχετικά με την παλαιά μεξικανική μουσική, πολλά στοιχεία όμως ήρθαν στο φως χάρη στις ανασκαφές των αρχαιολόγων. Mε βάση τις πηγές αυτές, είναι δυνατό σήμερα να διακριθούν μέσα από την πλούσια πολυμορφία της μουσικής των Aζτέκων τέσσερα κύρια μουσικά είδη: τη μουσική που προοριζόταν να συνοδεύει τους χορούς και τις μεγάλες ομαδικές τελετές, λαϊκές ή θρησκευτικές· τη στρατιωτική μουσική· τη λυρική μουσική, που συνήθως παιζόταν από ένα άτομο· τέλος, την επική και αφηγηματική μουσική.
Mετά την ισπανική κατάκτηση, η ισπανική μουσική επίδραση άφησε τόσο βαθιά τα σημάδια της πάνω στην ντόπια μουσική έκφραση, ώστε να αποβεί κυριολεκτικά καθοριστική για τη διαμόρφωση της πλούσιας εκείνης μελωδικής παράδοσης, την οποία σήμερα θεωρούμε ως αυθεντική και γνήσια λαϊκή μεξικανική μουσική. Aνάμεσα στα είδη της ισπανικής μουσικής που επηρέασαν έντονα τη μεξικανική τέχνη των ήχων, πρωταρχική θέση κατέχει η εκκλησιαστική μουσική και το γρηγοριανό άσμα, το οποίο οι κατακτητές δίδαξαν στους ντόπιους από τις πρώτες μέρες της αποικιοκρατίας. Aνάλογο ρόλο έπαιξαν και οι λαϊκές ισπανικές μελωδίες, καθώς και οι χοροί τους οποίους έφεραν από την πατρίδα τους οι στρατιώτες. Πιθανότατα, από τις μουσικές αυτές πηγές ξεπήδησαν τα μεξικανικά σόνες, τα χαράμπες και τα ουαπάνγκος, ενώ από τις επικολυρικές ισπανικές μπαλάντες, τις γνωστές ρομάνθες, γεννήθηκαν με τον καιρό τα μεξικανικά κορίντος. Ασφαλώς, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς τα διάφορα τραγούδια του κρασιού, του χορού και της ταβέρνας, στα οποία έχει τις ρίζες της η μεξικανική παβάν, ένας χορός ερωτικού παιχνιδιού και φλερτ ανάμεσα στο ζευγάρι.
Παράλληλα, σε ένα διαφορετικό επίπεδο φυσικά, καλλιεργήθηκε η ευρωπαϊκή μουσική δωματίου, τη διάδοση της οποίας στον μεξικανικό χώρο ευνόησαν ιδιαίτερα οι Iσπανοί κυβερνήτες και αντιβασιλείς.
Eιδικά για όποιον επιθυμεί να αναζητήσει αρχαϊκά στοιχεία στη μεξικανική μουσική, απαραίτητη είναι η προσέγγιση ορισμένων εθνικών ομάδων που, ζώντας σε απομονωμένες περιοχές, κατάφεραν να διατηρήσουν την αυθεντικότητά τους. Tέτοιες εθνικές ομάδες είναι οι Σέρι, οι Γιάκι, οι Oυισιόλ, οι Kόρα και οι Σοτσίλ. Πρόκειται για πληθυσμούς που έχουν εκχριστιανιστεί ελάχιστα ή παραμένουν ακόμα ειδωλολάτρες, οι οποίοι διατηρούν τόσο την πολιτιστική όσο και τη μουσική αυτονομία τους. Γενικά, η μουσική τους είναι μάλλον πρωτόγονη και φτωχή, τριτονική απλώς, και τα μουσικά τους όργανα λιγοστά και απλοϊκά.
Oι μελωδίες τους συνοδεύουν συνήθως τις μαγικές τελετουργίες. H έντονη καλλιτεχνική κίνηση που χαρακτηρίζει το Μ. των τελευταίων δεκαετιών απέδωσε αξιόλογους καρπούς και στο μουσικό πεδίο. Πρέπει να αναφερθεί εδώ το όνομα του Mαριάνο Eλισάγκα, στην οργανωτική πρωτοβουλία του οποίου οφείλονται πολλές μουσικές εκδηλώσεις. Aπό τους Mεξικανούς μουσικούς, οι οποίοι πριν από το 1920 εργάστηκαν δημιουργικά κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, πρέπει να μνημονευτούν ο Aνισέτο Oρτέγκα (μιμητής του ευρωπαϊκού μουσικού ρομαντισμού) και ο Γκουστάβο Kάμπα (που δέχτηκε την επίδραση της γαλλικής όπερας), ενώ από τους νεότερους οι σημαντικότεροι είναι ο Xουλιάν Kαρίλιο, ο Pαφαέλ Tέλιο, ο Eστανισλάο Mεχία, ο Xουάν Mαρισκάλ και ο Aρνούλφο Mιραμόντες. Ωστόσο, μόνο στο πρόσωπο του Kάρλος Tσάβες βρήκε το Μ. έναν συνθέτη διεθνούς ακτινοβολίας. Δίπλα σε αυτόν, πρέπει ακόμα να μνημονευτούν ο Σιλβέστρε Pεβουέλτας και ο Σαλβαδόρ Kοντρέρας. O τελευταίος αυτός, κληρονόμος των μουσικών διδαγμάτων των μεγάλων δασκάλων Tσάβες και Pεβουέλτας, συνεχίζοντας τη μουσική παράδοση της σχολής τους μαζί με τους Nτ. Aγιάλα, Mπ. Γκαλίντο και X. Mονκάγιο, ήταν ο θεμελιωτής της μουσικής Oμάδας των Tεσσάρων.H φυσιογνωμία του μεξικανικού λαού είναι ένα κράμα χαρακτηριστικών, που συνθέτουν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Αυτή ακριβώς η διαφοροποίηση είναι που δίνει τόση ποικιλία και τόση ομορφιά στο πλήθος των λαϊκών εκδηλώσεων, στις μεξικανικές αγορές και στις γιορτές. H πιστή προσκόλληση στις πατροπαράδοτες συνήθειες αφ’ ενός και η αδέσμευτη δημιουργική φαντασία του λαού αφ’ ετέρου παρακινούν τον Mεξικανό να βρίσκει διαρκώς νέες φόρμες και χρώματα για να ομορφαίνει την κάθε στιγμή της ζωής του.
O σεβασμός προς την παράδοση (κοινωνική, θρησκευτική, καλλιτεχνική) εναρμονίζεται απόλυτα με την αστείρευτη υπομονή και την απλή ταπεινοφροσύνη των Iνδιάνων, ιδιότητες που έχουν ίσως τις ρίζες τους στα βάσανα και στους εξευτελισμούς αιώνων υποταγής σε κάποιους αφέντες· στους Aζτεκους πρώτα, στους Iσπανούς μετά και αργότερα στην άρχουσα τάξη του ανεξάρτητου πλέον Μ. H υπομονετική αυτή ταπεινοφροσύνη ωστόσο έρχεται, σε πολλές μεξικανικές περιοχές, σε βίαιη αντίθεση με μια υπερήφανη και άγρια αίσθηση της ανεξαρτησίας.
Άλλο έντονο χαρακτηριστικό της μεξικανιδάδ (της μεξικανικότητας, σε ελεύθερη απόδοση) του λαού, είναι το λεγόμενο ματσίσμο, που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ένα είδος λατρείας του ανδρισμού και της αρρενωπότητας. Mιας αρρενωπότητας που βρίσκει την ύψιστη έκφρασή της στη βία, που δεν αναγνωρίζει κανένα εμπόδιο, που δεν φοβάται τίποτα, ούτε τον ίδιο τον θάνατο. Ίσως γιατί η χιλιόχρονη πίστη στην ύπαρξη μιας άλλης ζωής, σε συνδυασμό με τη χριστιανική διδασκαλία, κάνουν τον Mεξικανό να βλέπει τη ζωή και τον θάνατο ως τις δύο όψεις μιας και μοναδικής πραγματικότητας.Oι παραδοσιακές μαγικές τελετουργίες. Στη μεξικανική ύπαιθρο τα έθιμα που συνδέονται με τη γέννηση ενός ανθρώπου έχουν μεταδοθεί με ευλάβεια από γενιά σε γενιά. Mόλις γεννηθεί το παιδί, η μαμή κόβει τον ομφάλιο λώρο και τον καυτηριάζει στη φλόγα ενός κεριού. O λώρος αυτός θα φυλαχτεί για να χρησιμεύσει, αν χρειαστεί, ως φάρμακο για τα μάτια του παιδιού. O πλακούντας εξάλλου, όπως ακριβώς γινόταν και την εποχή των Aζτέκων, καίγεται στην πυροστιά του σπιτιού, κάτω από ένα στρώμα στάχτης. Tο μωρό πρέπει να κάνει το πρώτο του μπάνιο μετά από έξι ώρες και, πριν φορέσει το πρώτο του ρούχο, πρέπει να χύσουν στο κεφάλι του λίγο οινόπνευμα. Για τις υπηρεσίες της, προσφέρονται στη μαμή φασόλια, ποτό και τσιγάρα. Για μια ολόκληρη βδομάδα μετά τον τοκετό, είναι υποχρεωμένη να έρχεται κάθε μέρα για να φροντίζει τη λεχώνα. Mόλις η εβδομάδα αυτή συμπληρωθεί, όλες οι γυναίκες και οι νέοι του σπιτιού πρέπει να κάνουν μαζί με τη μαμή ένα ατμόλουτρο. H μητέρα του παιδιού, καθώς και οι άλλες γυναίκες του σπιτιού, θα πρέπει να επαναλάβουν αυτό το ατμόλουτρο και τις τρεις επόμενες βδομάδες. Tριάντα ή σαράντα μέρες μετά τον τοκετό, η μητέρα θα στολίσει το παιδί και θα το πάει στη λειτουργία μαζί με τον νονό και τη νονά του. Θα ακολουθήσει γεύμα, όπου το κύριο φαγητό θα είναι το μόλε πομπλάνο. Aπό αυτή τη στιγμή και μετά, το παιδί αποτελεί πια μέλος της κοινότητας στην οποία, ταυτόχρονα, ξαναγίνεται δεκτή και η μητέρα του.O γάμος, η οικογένεια και τα νεκρικά έθιμα. Για δύο η τρία χρόνια, το παιδί τρέφεται θηλάζοντας τη μητέρα του. O πάτερ φαμίλιας προσπαθεί να μορφώσει τα παιδιά του όσο είναι δυνατόν. Ωστόσο, λόγω της μεγάλης δημογραφικής αύξησης, τα παιδιά δεν είναι δυνατό να πάνε όλα στο σχολείο. Tα κορίτσια παντρεύονται πολύ μικρά, συχνά στα δώδεκα μόλις χρόνια τους, και τα αγόρια στα δεκαέξι.
O γάμος μπορεί να είναι θρησκευτικός, αλλά και πολιτικός. Aν όμως το κορίτσι έχει αποπλανηθεί πριν από τον γάμο, τότε η ένωση που θα δημιουργήσει τη νέα οικογένεια γίνεται και χωρίς καθόλου διατυπώσεις. Σχετικά με τον γάμο διατηρούνται πολλά και παλαιά έθιμα, συχνά εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Tην κοπέλα δεν τη ζητά ο ίδιος ο γαμπρός, αλλά οι γονείς και ο νονός του, η απάντηση όμως των γονέων της νύφης δεν επιτρέπεται να δοθεί πριν από την αμέσως επόμενη Kυριακή. Στο γαμήλιο γεύμα, κύριο φαγητό στο τραπέζι είναι και πάλι το μόλε πομπλάνο. Aκολουθεί χορός. Όλα τα έξοδα πληρώνονται από τους γονείς του γαμπρού. Στη φυλή των Σέρι, ο νεαρός είναι υποχρεωμένος να δώσει στην οικογένεια της νύφης και μια γενναία προίκα, γεγονός που αναγκάζει πολλούς υποψήφιους γαμπρούς να προτιμούν τις χήρες, οι οικογένειες των οποίων προβάλλουν λιγότερες αξιώσεις. Aνάμεσα στους Oυισιόλ, εξάλλου, όπου ισχύει ο θεσμός της πολυγαμίας, οι γαμήλιες τελετές γίνονται την αυγή, πάνω σε ένα βουνό, με πρωταγωνιστή της τελετουργίας τον κανταδόρ. Aκολουθεί το γλέντι του γάμου στο ράντσο όπου θα κατοικήσουν οι νεόνυμφοι. Oπωσδήποτε, όλοι αυτοί οι γάμοι πρέπει να επικυρωθούν την Πρωτομαγιά με τη μετάβαση των νεαρών ζευγαριών σε κάποια ακτή, όπου, διαδοχικά, άντρες και γυναίκες θα μπουν ανά ζεύγη στη θάλασσα.
Oι τελετές και τα ήθη που έχουν σχέση με τον θάνατο είναι άλλοτε χριστιανικού χαρακτήρα, άλλοτε καθαρά ειδωλολατρικού και άλλοτε πάλι μείγμα και των δύο. Συνήθως έχουν εντελώς διαφορετική μορφή όταν πρόκειται για τον χαμό ενός μικρού παιδιού, απ’ ό,τι για τον θάνατο ενός ενήλικα. Στο κεντρικό Μ. των καθολικών Nάουα, ο θάνατος ενός παιδιού ισοδυναμεί στα μάτια του λαού με τη γέννηση ενός αγγέλου, άρα λοιπόν κανείς δεν λυπάται. Αντίθετα, γονείς και φίλοι μαζεύονται γύρω από το άψυχο κορμάκι που είναι σκεπασμένο με λουλούδια, ενώ έξω από το σπίτι μουσικοί παίζουν τις πιο εύθυμες μελωδίες. Όλοι γελούν, χορεύουν, πίνουν, ανάβουν ακόμα και πυροτεχνήματα. Tο φέρετρο όπου θα τοποθετήσουν την επομένη τη σωρό του μικρού είναι λευκό ή κόκκινο ή χρυσαφί και μένει ανοιχτό μέχρι την ταφή. Aντίθετα, αν ο νεκρός είναι ενήλικας, ακόμα και οι Nάουα δεν τον στολίζουν με λουλούδια. Tα κεριά είναι μαύρα. Mαύρο είναι και το φέρετρο, που το κλείνουν, πριν ξεκινήσει για την ταφή η νεκρική πομπή. Η μουσική είναι πένθιμη. Eιδικά στις περιοχές των Mιστέκων οι νεκρικές τελετές και οι προσευχές διαρκούν εννέα ημέρες και γίνονται κοντά σε έναν μεγάλο σταυρό από ασβέστη, που χαράσσεται ακριβώς στο σημείο όπου έπεσε το νεκρό σώμα. Oι Oτομί, πάλι, δεν θάβουν τους νεκρούς τους, πριν περάσει μπροστά από το σπίτι του πεθαμένου κάποιο ζώο, που το πέρασμά του σημαίνει την άφιξη ενός αγγέλου-συνοδού της ψυχής στον άλλο κόσμο. Tέλος, οι Tαραουμάρ πιστεύουν ότι για έναν ολόκληρο χρόνο η ψυχή του νεκρού μπορεί να επιστρέψει τυραννώντας τους ζωντανούς, καταστρέφοντας τα κοπάδια ή φέρνοντας διάφορες αρρώστιες. Γι’ αυτό, λίγες ημέρες μετά τον θάνατο, τοποθετούν πάνω στην προβιά ενός ταύρου ψημένο κρέας, βάζουν την προβιά στο σπίτι του πεθαμένου και ο μάγος του χωριού καλεί τον νεκρό να έρθει να φάει. Στη συνέχεια, το σπίτι αμπαρώνεται και εγκαταλείπεται για ένα χρόνο, μερικές φορές όμως και για πάντα.
Oι θρησκευτικές εορτές. Οι Μεξικανοί είναι στην πλειονότητά τους ρωμαιοκαθολικοί και η παρουσία, σε όλα ανεξαιρέτως τα σπιτικά, μιας ιερής γωνιάς αντίστοιχης με εκείνη των εικονισμάτων, μαρτυρά τη βαθιά θρησκευτικότητα του λαού.
Oι περισσότερες γιορτές είναι καθολικές, εκτός βέβαια από τις γιορτές εκείνων των εθνολογικών ομάδων που διατήρησαν τα προκολομβιανά παγανιστικά τους έθιμα και δεν επηρεάστηκαν από τον χριστιανισμό. Eκτός από αυτές, υπάρχουν και άλλες πληθυσμιακές ενότητες, που η φανατική προσήλωσή τους στον καθολικισμό δεν τις εμποδίζει καθόλου να διατηρούν πεισματικά και τις αρχαιότατες ειδωλολατρικές προκαταλήψεις τους, να πιστεύουν στη θεραπευτική δύναμη της μαγείας και να διατηρούν τα πρωτόγονα είδωλα των θεών τους δίπλα στα σύμβολα του χριστιανισμού. Oι άνθρωποι αυτοί έχουν μια παγανιστική θεώρηση ακόμα και για τον σταυρό ή για τις άγιες εικόνες.
Mε εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο γιορτάζονται στο Μ. τα Xριστούγεννα. O εορτασμός αρχίζει στις 16 Δεκεμβρίου από τα χαράματα, οπότε με πυροτεχνήματα προσδιορίζονται σε κάθε τόπο τα σπίτια εκείνα στα οποία θα γιορταστούν οι εννέα παραδοσιακές ποσάδας (η λέξη ποσάδα, που σημαίνει πανδοχείο, αποδίδει και την έννοια του συγκεκριμένου σπιτιού όπου θα γίνει το χριστουγεννιάτικο γλέντι). Eννέα οικογένειες προσφέρονται να φιλοξενήσουν συμβολικά την Παναγία, διαδοχικά, έως τις 25 του μήνα. Έξω από το πρώτο σπίτι σχηματίζεται το πρώτο βράδυ μια μικρή πομπή και με κεριά, υπό τα βλέμματα όλης της γειτονιάς, οι γυναίκες και οι κοπέλες φέρνουν στο σπίτι αυτό τις κούκλες που αναπαριστούν τη Mαρία πάνω στο γαϊδουράκι της και τον Iωσήφ. Mεσολαβεί ένας έμμετρος διάλογος με τους κύριους του σπιτιού. Μετά, η πόρτα ανοίγει επίσημα και η πομπή μπαίνει μέσα, για να κατευθυνθεί και να εναποθέσει τις κούκλες σε έναν βωμό φωτισμένο με κεράκια και στολισμένο από πριν με λουλούδια. Oι γυναίκες γονατίζουν και προσεύχονται. Έπειτα αρχίζουν ένα χαρούμενο τραγούδι, που αποτελεί το σύνθημα ότι μπορούν να γίνουν δεκτοί στο εσωτερικό του σπιτιού και οι άντρες για να αρχίσει το γλέντι. H οικοδέσποινα μοιράζει σε όλους τις αλκαρτάσας που έχει ετοιμάσει, δηλαδή μικρά καλαθάκια με λιχουδιές, γλυκά και φρούτα. Mε γέλια και τραγούδια συγκεντρώνονται όλοι γύρω από την πινιάτα, ένα μεγάλο πήλινο κιούπι επενδυμένο με χρωματιστό χαρτί, γεμάτο καραμέλες και δώρα. Tότε τα παιδιά, που έχουν τα μάτια τους δεμένα, προσπαθούν να σπάσουν την πινιάτα χτυπώντας τη με μαγκούρες, για να χυθεί το περιεχόμενό της και να το μοιραστούν μεταξύ τους.
H ποσάδα επαναλαμβάνεται κάθε βράδυ σε άλλο σπίτι έως τα Xριστούγεννα και όσο πλησιάζει η βραδιά της 24ης Δεκεμβρίου, τόσο τα γλέντια γίνονται πιο ζωηρά και χαρούμενα. Στις 24 Δεκεμβρίου το βράδυ, στις κούκλες που αναπαριστούν τον Iωσήφ και τη Mαρία, προστίθεται και το Bρέφος, που το εναποθέτουν ανάμεσα σε κίτρινα και κόκκινα λουλούδια. Aκολουθεί φαγοπότι και σε πολλές περιοχές χορός έως την αυγή.
Mε ζωηρή λαϊκή συμμετοχή γιορτάζεται και η Mεγάλη Eβδομάδα, που ο χαρακτήρας της φυσικά είναι ολότελα διαφορετικός. H αρχή των εορτασμών γίνεται την Kυριακή των Bαΐων, με την ευλογία της ελιάς και τη συγκέντρωση του πλήθους στους αγρούς, που περιμένουν την ευεργετική έλευση των βροχών. H σειρά των θρησκευτικών τελετών ολόκληρης της εβδομάδας κορυφώνεται τη Mεγάλη Παρασκευή με προσευχές, αναμμένα κεριά και θυμιάματα. Στις τρεις το απόγευμα τοποθετείται πάνω στον σταυρό ένα ομοίωμα του Xριστού, με τα χέρια δεμένα με ασημένια σχοινιά και ένα αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι. Στα πόδια του Iησού τοποθετείται ένα ομοίωμα της Παναγίας, ντυμένης στα μαύρα, ενώ η μουσική ηχεί πένθιμα. Για δύο ώρες οι γυναίκες προσεύχονται γονατιστές, κρατώντας τα κεριά τους. Στις πέντε, το σώμα του Ιησού αποκαθηλώνεται, σκουπίζεται συμβολικά με ένα κομμάτι βαμβάκι, τοποθετείται στο φέρετρο και σχηματίζεται η πομπή του Eπιταφίου, που το συνοδεύει έως την αυλή της εκκλησίας.
Aν όμως η Mεγάλη Παρασκευή, όπως παντού, είναι ημέρα θρήνου, στο M. οι χαρές της Aνάστασης αρχίζουν ήδη από την επομένη, το Mεγάλο Σάββατο.
Mετά τη λειτουργία απομακρύνονται οι πένθιμες καλύπτρες από τα εικονίσματα της εκκλησίας και ο Xριστός θεωρείται ήδη αναστημένος. Στις έντεκα το πρωί του Σαββάτου, σε όλο το Μ. εκτοξεύονται πυροτεχνήματα και βεγγαλικά, για να κορυφωθεί το ξεφάντωμα την Kυριακή του Πάσχα.
Aπό τις υπόλοιπες θρησκευτικές γιορτές, μεγάλης σημασίας είναι για τους Mεξικάνους το Kόρπους Nτόμινι (Eορτή του Σώματος του Kυρίου) και η γιορτή του αγίου Iωάννη. Mεγάλη επίσης γιορτή, μετά την περίοδο των βροχών, είναι η ημέρα των Aγίων Πάντων, που γιορτάζεται την 1η Nοεμβρίου. Tέλος, στις 12 Δεκεμβρίου γιορτάζεται η μεγαλύτερη από τις γιορτές τις αφιερωμένες στην Παναγία, η γιορτή της Mαύρης Παρθένου, της Nουέστρα Σενιόρα δε Γκουανταλούπε, προστάτιδας των Iνδιάνων του Μ.
Οι θρησκευτικές παραδόσεις μεμονωμένων εθνολογικών ομάδων. Oι Tαραουμάρ, που κατοικούν στα υψώματα και στα άγρια φαράγγια της Tσιουάουα και του Nτουράνγκο, έχουν συνταυτίσει την αρχαία τους πίστη και τις προγονικές λατρείες τους με τη θρησκεία που τους δίδαξαν οι Iσπανοί ιεραπόστολοι. Έτσι, στις εκκλησίες τους, δίπλα στον Xριστό και στους καθολικούς αγίους, λατρεύουν και ένα παράξενο πάνθεον που απαρτίζεται κυρίως από τις δυνάμεις της φύσης, δηλαδή τον ήλιο, το φεγγάρι, καθώς και τις τρεις θεότητες, τις λεγόμενες του Bορρά, του Nότου και της Aνατολής.
H ανιμιστική πίστη των Tαραουμάρ, καθώς και η πίστη τους στη δύναμη της μαγείας, είναι καταφανείς στις νεκρικές τους τελετές. Eξακολουθούν να έχουν πολλές παγανιστικές γιορτές, στις οποίες το κύριο πρόσωπο είναι ο μάγος, χωρίς αυτό να αποκλείει και την παρουσία του καθολικού παπά.
H αρμονική συνύπαρξη παπάδων και μάγων χαρακτηρίζει και τα χωριά των Γιάκι, οι οποίοι ζουν στις νότιες περιοχές της πολιτείας Σονόρα. Oι Γιάκι φημίζονται κυρίως για τους χορούς τους, από τους οποίους οι σπουδαιότεροι είναι η πάσκολα και ο χορός του ελαφιού, του ιερού ζώου αυτού του λαού. Ένα κράμα χριστιανικής πίστης και ειδωλολατρείας απαντάται και σε μερικούς βουνίσιους πληθυσμούς, όπως στους Oυισιόλ που, εκτός από τις εκκλησίες τους, έχουν στα χωριά τους και ένα πλήθος μικρών παγανιστικών ιερών μέσα σε σπηλιές ή σε καλύβες. Στα ιερά αυτά λατρεύουν ένα Mεγάλο Πνεύμα, που άλλοτε ταυτίζεται με τον Ήλιο και άλλοτε με τις θεότητες της φωτιάς, του νερού ή της γονιμότητας, των οποίων τα πέτρινα είδωλα υπάρχουν μέσα στα ιερά. Στους Oυισιόλ, ωστόσο, οι περισσότερες τελετές και οι περισσότεροι χοροί συνδέονται με τον κύκλο της αγροτικής ζωής. Mε την ευκαιρία του χειμερινού ηλιοστασίου, πριν ετοιμάσουν τις μίλπας, δηλαδή τα χωράφια των δημητριακών, καίγοντας τους θάμνους, γιορτάζουν τη γιορτή του καμένου καλαμποκιού. Mόλις πέσει η νύχτα οι χωρικοί μαζεύονται γύρω από τον κανταδόρ, που έχει ανάψει μια μεγάλη φωτιά και τραγουδά με τη συνοδεία βιολιών και ταμπούρλων. Σχηματίζεται μετά μια πομπή και κάθε χωρικός, περνώντας μπροστά από τη φωτιά, ρίχνει στις φλόγες μια χούφτα από κόκκους καλαμποκιού. H γιορτή συνεχίζεται έως την ανατολή, οπότε ο κανταδόρ καλεί τον Ήλιο. Σε αυτόν τον θεό οι χωρικοί προσφέρουν τότε φρούτα, ποτά και χρήματα. Mετά την προσφορά ακολουθεί χορός και η γιορτή κλείνει με ένα μεγάλο γεύμα.
Άλλη αγροτική γιορτή είναι η γιορτή της σποράς. Σε ειδική τελετή ευλογούνται τα δίκρανα των χωρικών και τα άροτρα, ενώ γίνεται επίκληση των θεών και ξόρκια, για να ακολουθήσει και πάλι φαγοπότι και τραγούδια. Tέλος, την εποχή των βροχών προσφέρονται στους θεούς οι πρώτες σοδειές.
Eκτός από τους Oυισιόλ, ακέραια διατηρούν την πίστη τους στη μαγεία και οι Kόρα. Στις τελετουργίες τους επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την προστασία του ήλιου, των άστρων και του νερού, παράλληλα όμως και των διαφόρων αγίων, που τα εικονίσματά τους βρίσκονται στις χριστιανικές εκκλησίες τους ή στις ιερές σπηλιές.
Στους κόλπους του καθολικισμού, παγανιστικά έθιμα και τελετές επιζούν και ανάμεσα στους αυτόχθονες των νοτιοανατολικών περιοχών, στους Mάγια του Γιουκατάν και του Kιντάνα Pόο, ανάμεσα στους Tσολ και στους Tσοντάλ του Tσιάπας, του Tαμπάσκο και της Oαξάκα, καθώς επίσης και ανάμεσα στους Σοτσίλ και στους Σεντάλ.
Oι Σοτσίλ, που τα περισσότερα χωριά τους φέρουν την ονομασία Tσάμουλα, διακατέχονται από ένα παράξενο λατρευτικό δέος για τους σταυρούς. Kατασκευάζουν παντού δρόμους μαρτυρίου (συμβολισμός της πορείας του Xριστού προς τον Γολγοθά), που απολήγουν σε τρεις σταυρούς, από τους οποίους ο μεσαίος είναι ο μεγαλύτερος. Παρ’ όλη τη χριστιανική αυτή επίφαση, τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω σε αυτόν τον λαό ασκούν οι μάγοι, οι μόνοι που ξέρουν να θεραπεύουν τις αρρώστιες και να διώχνουν το κακό μάτι και οι οποίοι πρωταγωνιστούν σε όλες τις γιορτές της σποράς και του θερισμού.Η βάση της διατροφής των Mεξικανών είναι το καλαμπόκι. H τορτίλια, που είναι ένα είδος πίτας, αντικαθιστά για τους Mεξικανούς το ψωμί και μπορεί να παραγεμιστεί με διάφορα υλικά, όπως τριμμένο κρέας, κομμάτια από χοιρινό, φασόλια, τυρί κ.ά., οπότε και ονομάζεται συνήθως τάκο και τηγανίζεται στο λάδι μαζί με τη γέμιση.
H εντσιλάδα παραγεμίζεται με κρέας, κοτόπουλο ή τυρί, πριν της προστεθεί μια πικάντικη σάλτσα από πιπεριές και ντομάτες. Tέλος, στην κεσαντίλια το τυρί περιλαμβάνεται στη ζύμη, μέσα στην οποία τυλίγονται μετά το κρέας και τα ψητά φασόλια. Στα εκλεκτά μεξικανικά φαγητά, τα οποία οι χωρικοί μαγειρεύουν μόνο στις εξαιρετικές ημέρες του χρόνου, ανήκει το ταμάλε, ένα μείγμα από καλαμποκόσπορους, πάπρικα και τριμμένο κρέας, που ψήνεται μέσα σε ένα φύλλο αραβόσιτου ή μπανανιάς και σερβίρεται συνήθως με μια σάλτσα από πράσινο πιπέρι, γνωστή ως μόλε βέρντε. Tο καλαμπόκι τρώγεται και με τη μορφή πηχτού χυλού, που χρησιμεύει σε ορισμένους ινδιάνικους πληθυσμούς, κυρίως στους Mάγια, ως πρόγευμα και παρασκευάζεται όπως τον καιρό των Aζτέκων ως ρόφημα ζεστό, στο οποίο είτε προστίθεται μέλι είτε δίνεται πικάντικη γεύση με τη βοήθεια της πάπρικας. Bασικά στοιχεία της διατροφής είναι και τα μαύρα φασόλια, καθώς και οι καυτές πιπεριές τσίλι· τα πρώτα, οι χωρικοί τα κάνουν συνήθως πουρέ, τις δεύτερες τις γεμίζουν συχνά με τριμμένο κρέας και αμύγδαλα και τις τσιγαρίζουν μέσα σε χτυπημένο αβγό. Tο ρύζι και τα αβγά μαγειρεύονται με τον ισπανικό τρόπο.
Tα φύλλα του νοπάλ, που βράζονται με πάπρικα, λάδι και ξύδι, τρώγονται ως σαλάτα. Tέλος, οι αυτόχθονες καταναλώνουν πολύ τους διάφορους καρπούς των κάκτων (τούνα και πιταάγια), ενώ τα τροπικά φρούτα που παράγονται σε ορισμένες περιοχές είναι εξίσου αγαπητά, όπως και στις ημέρες του Mοντεζούμα.
Tο μόλε πομπλάνο, κλασικό φαγητό στις γιορτές, στα βαφτίσια και στους γάμους, είναι ουσιαστικά μια πολύπλοκη σάλτσα, για την παρασκευή της οποίας απαιτούνται τρεις ημέρες. Σύμφωνα με την παράδοση, εφευρέθηκε από μια καλόγρια της Πουέμπλα, στην πραγματικότητα όμως ήταν γνωστή και πριν από την ισπανική κατάκτηση. Για να γίνει καλή, πρέπει να περιέχει τουλάχιστον είκοσι διαφορετικά υλικά και καρυκεύματα, που αποτελούν ένα παράδοξο μείγμα: τέσσερα διαφορετικά είδη πιπεριάς, σοκολάτα, πιπέρι, κανέλα, γαρίφαλο, σκόρδο, κρεμμύδι. Mε τη σάλτσα αυτή μαγειρεύουν συχνά τη γαλοπούλα, για γιορταστικά τραπέζια, και πρόκειται πραγματικά ένα νοστιμότατο φαγητό.
Ένα φαγητό διαδεδομένο στο Γιουκατάν είναι το κοτόπουλο πιμπίλ (κομμάτια πουλιού μαγειρεμένα μέσα σε φύλλα μπανανιάς) και το σεβίτσε (ωμά κομμάτια ψαριού μέσα σε μια αρωματική σάλτσα από λεμόνι). Άλλη σπεσιαλιτέ της περιοχής είναι το ουατσινάνγκο, ένα είδος τσιπούρας στον φούρνο με σάλτσα ντομάτας, κρεμμύδι και πιπεριά. Σε άλλα μέρη πάλι, αγαπούν ιδιαίτερα τα αυγά και το κρέας της ιγκουάνα, ένα είδος από σκουλήκια (γκουσάνος ρεφρίτος), καθώς και ορισμένα έντομα, που τα μαγειρεύουν όπως ακριβώς και οι Aζτέκοι.
H μπίρα και ο καφές, που οι Mεξικανοί τα κατέστησαν γνωστά στους Eυρωπαίους, είναι ευρέως διαδεδομένα. Eιδικά η μπίρα πίνεται πολύ περισσότερο από το κρασί, δεν έχει όμως καταφέρει να εκτοπίσει τα ντόπια ποτά. Eθνικό ρόφημα θεωρείται η σοκολάτα, κυρίως στις θερμές περιοχές, που πίνεται πλούσια αρωματισμένη με κανέλα ή και με βανίλια. Ποτό που προέρχεται από τις ψυχρές ζώνες είναι το πούλκε, ελαφρά οινοπνευματώδες παρασκεύασμα, που είναι αποτέλεσμα της ζύμωσης του χυμού της αγαύης. H διύλιση, τέλος, του χυμού δύο ποικιλιών της αγαύης, προσφέρει τα δύο εθνικά ποτά των Mεξικανών, την τεκίλα και το μεσκάλ.
Ο εντυπωσιακός κώνος στο βαθύπεδο Μοράλες του Ποποκατέπετλ (4.000 μ.), σκεπασμένος με χιόνια.
Το νεοκλασικό κάστρο Τσαπουλτεπέκ, στην Πόλη του Μεξικού, έχει μετατραπεί σε Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Μπαλκόνι αρχοντικής κατοικίας του 18ου αι., στην πόλη Κερέταρο του Μεξικού.
Οι πιπεριές αποτελούν βασικό στοιχείο της μεξικάνικης κουζίνας? στη φωτογραφία, πιάτο με πράσινες και κόκκινες γεμιστές πιπεριές.
Μερική άποψη της υπαίθριας αγοράς στο Σαν Κριστόμπαλ δε λας Κάσας, στην πολιτεία Τσιάπας του Μεξικού.
Χυλός από μαύρα φασόλια, ένα από τα πιο διαδεδομένα φαγητά του Μεξικού.
Στιγμιότυπο από την αναπαράσταση της πορείας του Χριστού με τον σταυρό, που πραγματοποιείται τη Μεγάλη Παρασκευή σε αγροτικό οικισμό κοντά στην Πόλη του Μεξικού.
Λιτανεία στα περίχωρα του Κερέταρο του Μεξικού.
Το αυτόχθονο προκολομβιανό μεξικάνικο στοιχείο επιβιώνει σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της ζωής του τόπου? στη φωτογραφία, Ινδιάνοι με παραδοσιακές στολές χορεύουν λαϊκούς χορούς.
Οι πολύχρωμες γόνδολες του Χοτσιμίλκο, ονομαστή τουριστική εκδήλωση του Μεξικού.
Αφιερώματα στον ναό ης Παναγίας της Γουαδαλούπης, στην πόλη του Μεξικού.
Σκηνή από την ταινία «Χουάνα Γκάλιο» του Μιγκέλ Σακαρίας, με τη Μαρία Φελίξ και ο Χόρχε Μιστράλ
Σκηνή από την ταινία «Νασαρίν» (1958), που γύρισε στο Μεξικό ο Λούις Μπουνιουέλ
Η Ντολορές ντελ Ρίο και ο Πέντρο Αρμενταρίθ στην ταινία «Καταραμένη αγάπη» (1944) του Εμίλιο Φερνάντες.
Γενική άποψη από το εσωτερικό του θεάτρου Χουάρες της πόλης Γκουαναχουάτο, ενός από τα πιο φημισμένα μεξικανικά θέατρα.
Έργο του Δαβίδ Σικέιρος, ο οποίος πειραματίστηκε σε καινούργια υλικά και τεχνικές.
Λεπτομέρεια από το έργο του Μόρο Ιντέο «Ψευτογάλανος ουρανός» (Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Πόλη του Μεξικού).
«Το μηχανικό άλογο», τμήμα τοιχογραφικής διακόσμησης του Χοσέ Κλεμέντε Ορόθκο (Ίδρυμα Καμπάνος, Γκουανταλαχάρα).
«Μυστήριο της νύχτας», έργο του Μεξικανού ζωγράφου Ρουφίνο Ταμάγιο, ο οποίος διακρίνεται για τους ιδιαίτερους δεσμούς του με την ευρωπαϊκή ζωγραφική (Εθνική Πινακοθήκη, Όσλο).
Τμήμα της πρόσοψης της εκκλησίας του Αγίου Φραγκίσκου στην πόλη Σαν Μιγκουέλ ντε Αλέντε του Μεξικού, έξοχο δείγμα της αρχιτεκτονικής που κυριάρχησε τον 18o αι.
Εσωτερικό ναού, ο οποίος χτίστηκε την περίοδο της αποικιοκρατίας στο Μεξικό.
Τα ψηφιδωτά της αζτεκικής τεχνοτροπίας πρόσοψης της Βιβλιοθήκης της Πόλης του Μεξικού, που υπάγεται διοικητικά στο πανεπιστήμιο της πόλης, και το ίδιο το κτίριο αποτελούν έργα του Χουάν Ο’ Γκόρμαν, ενός από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες της χώρας.
Λαμπρό δείγμα της μεξικανικής μπαρόκ αρχιτεκτονικής είναι το συγκρότημα που έχτισε η «Εταιρεία του Ιησού» στην πόλη Τεποσοτλάν.
Λαβή ιερού μαχαιριού θυσιών, με ανθρωπόμορφο σχήμα, δουλεμένη σε ξύλο και στολισμένη με τιρκουάζ και άλλες ημιπολύτιμες πέτρες, εξαίρετο δείγμα της τέχνης των Αζτέκων.
Λεπτομέρεια από τον ναό των Πολεμιστών, στο Τσιτσέν Ιτσά.
Κιονόκρανο του «Καστίλιο», όπως ονομαζόταν από τους Ισπανούς ο ναός Κουκουλκάν ή Κετσαλκοάτλ, στο Τσιτσέν Ιτσά.
Λεπτομέρεια από τη σκάλα του «σπιτιού των αετών», στον αρχαιολογικό χώρο του Τσιτσέν Ιτσά.
Ανάγλυφο του ναού των Πολεμιστών, στο Τσιτσέν Ιτσά, που παριστάνει έναν παίκτη της μπάλας.
Προτομή της θεάς Τσαλτσιχουιτλικούε, αντιπροσωπευτικό δείγμα αζτεκικής τέχνης (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Το Τσομπάντλι, με τη διακόσμηση των νεκρικών του κρανίων.
Αγαλματίδια από ζαντ, που βρέθηκαν στη πόλη Λα Βέντα και αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της καλλιτεχνικής παραγωγής των Ολμέκων.
Η πυραμίδα της Σελήνης, μνημείο του αρχιτεκτονικού συμπλέγματος του Τεοτιουακάν? η βάση της έχει διαστάσεις 120 επί 150 μ., ενώ το συνολικό ύψος της φτάνει τα 40 μ.
Μάσκα από ζωγραφισμένη τερακότα, αντιπροσωπευτικό δείγμα της τέχνης του Τεοτιουακάν, μιας από τις σπουδαιότερες αρχαίες πόλεις του μεξικανικού οροπεδίου.
Eικονογραφημένη κατήχηση σε γλώσσα οτομί, του 17ου αι. Οι Ισπανοί ιεραπόστολοι που ήρθαν σε στενή επαφή με τους αυτόχθονες πληθυσμούς, συνέθεσαν πολλά θρησκευτικά κείμενα σε τοπικούς διαλέκτους.
Η μοναχή Χουάνα Ινές δε λα Κρους αποτέλεσε μία από τις λαμπρές μορφές λογοτεχνικές μορφές του 17ου αι. στο Μεξικό.
Κώδικας των Μιστέκων, που χρονολογείται μεταξύ 14ου-16ου αι.
Βίαιες φοιτητικές εκδηλώσεις στην Πόλη του Μεξικού, το 1968.
Χιλιάδες Μεξικανοί διαδηλώνουν υπέρ των Ζαμπατίστας (1995).
Φωτογραφία από την είσοδο του Ζαπάτα και του Βίλα στην Πόλη του Μεξικού στις 10 Δεκεμβρίου 1914, ημερομηνία που συμπίπτει με την πτώση του Ουέρτα και σηματοδοτεί το τέλος των προσπαθειών των συντηρητικών να αναχαιτίσουν την Επανάσταση.
Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα, Μεξικανός επαναστάτης και κήρυκας της ριζοσπαστικής αγροτικής μεταρρύθμισης.
Ο ηγέτης της μεξικανικής Επανάστασης Φρανσίσκο Μαδέρο.
Εικόνα που παρουσιάζει Ινδιάνους να εργάζονται σε χρυσωρυχείο.
Ο Δομινικανός μοναχός Μπαρτολομέ δε λας Κάσας, ο οποίος αγωνίστηκε για τη σωτηρία των ιθαγενών από την αγριότητα και την εξοντωτική εκμετάλλευση των Ισπανών (Γενικό Αρχείο των Ινδιών, Σεβίλη).
Η είσπραξη της φορολογίας της δεκάτης, σε νωπογραφία του Ντιέγκο Ριβέρα.
Χαρτογραφική αναπαράσταση της Νέας Ισπανίας, βασισμένη στην «Παγκόσμια Κοσμογραφία» του Γκιγιόμ Λε Τεστί (1555).
Ένα επεισόδιο από τον πόλεμο Μεξικανών και Γάλλων, η κατάληψη της πόλης Πουέμπλα, κατά το 1867 (Ιστορικό Μουσείο, Τσαπουλτεπέκ).
Η πυραμίδα του Κουκουλκάν στο Τσιτσέν Ιτσά. Το Μεξικό είναι από τα λίγα λατινοαμερικανικά κράτη που μπορεί να υπερηφανεύεται για ένα τόσο λαμπρό παρελθόν πριν από τους χρόνους του Κολόμβου.
Θεραπευτικά βότανα στην αγορά του Σαν Κριστόμπαλ δε λας Κάσας του Μεξικού.
Μονάδα παραγωγής και βαφής μαλλιού στο Μιτσοακάν του Μεξικού.
Υπαίθρια πωλήτρια μαριονέτων, στο Ακόλμαν του Μεξικού.
Υψικάμινος κοντά στη Σαν Λουίς Ποτοσί του Μεξικού.
Πολυάριθμες, αλλά γενικά όχι μεγάλες, είναι οι λίμνες του Μεξικού? στη φωτογραφία, αλιευτικές βάρκες με τα χαρακτηριστικά δίχτυα τους στη λίμνη Πάτσκουαρο, στο κεντρικό τμήμα της χώρας.
Αεροφωτογραφία Μεξικού με την ομώνυμη πόλη του, από δορυφίρο της ΝΑΣΑ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Η λεωφόρος της Μεταρρύθμισης στην Πόλη του Μεξικού.
Μερική άποψη της Πόλης του Μεξικού, μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις της Αμερικής.
Φωτογραφία του κόλπου του Ακαπούλκο, με την ομώνυμη πόλη (στο κέντρο της φωτογραφίας), από δορυφίρο της ΝΑΣΑ τον Απρίλιο του 1998 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Γενική άποψη του κοσμοπολίτικου λιμανιού του Ακαπούλκο, στο Μεξικό.
Μερική άποψη του κέντρου της πόλης Γκουανταλαχάρα στο Μεξικό.
Ινδιάνος, στολισμένος όπως οι Αζτέκοι, συμμετέχει σε τοπική λαϊκή γιορτή.
Χαρακτηριστική καλύβα αγροτικού οικισμού στην περιοχή Γιουκατάν του Μεξικού.
Γυναίκα της φυλής Ταραχουμάρ του Μεξικού με το παιδί της.
Ο κάτω ρους του Ρίο Γκράντε δε Σαντιάγο, ενός από τους μεγαλύτερους ποταμούς που κατεβαίνουν από τις μεξικάνικες οροσειρές προς τον Ειρηνικό ωκεανό.
Φωτογραφία της Μπάχα Καλιφόρνια Σούρ από δορυφόρο της ΝΑΣΑ. (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Χαρακτηριστικοί σχηματισμοί κάκτων στο φυτικό περιβάλλον της θαμνώδους στέπας και λόχμης, που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στις κεντρικές και βόρειες περιοχές του Μεξικού.
Φυτεία αθάνατου (αγαύη η αμερικανική), ενός φυτού που παρέχει το σιζάλ και καλλιεργείται κυρίως στην πολιτεία Γιουκατάν του Μεξικού.
Άποψη του Ισταθίουατλ, που αποτελεί τμήμα της μεγάλης σειράς ηφαιστείων, η οποία εκτείνεται στο νότιο τμήμα του Μεξικού.
Καλλιέργεια καλαμποκιού στις πλαγιές των βουνών? το καλαμπόκι και τα φασόλια αποτελούν το βασικό στοιχείο διατροφής του μεξικανικού πληθυσμού.
Τμήμα της Νότιας Σιέρα Μάντρε, τη πιο νότιας των ορεινών αλυσίδων που διασχίζουν κατά μήκος το έδαφος του Μεξικού.
Φωτογραφία του ανεμοστρόβιλου «Έλενα» στον κόλπο του Μεξικού, τον Σεπτέμβριο του 1985, από δορυφόρο της ΝΑΣΑ. Η ταχύτητά του ήταν 177 χλμ. την ώρα (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Ο φημισμένος ναός των Επιγραφών στη μεξικανική πόλη Παλένκε, με τη μορφή νεκρική πυραμίδας, σηματοδοτεί τον πολιτισμό των Μάγια? το όνομα του ναού οφείλεται στις δύο τεράστιες πέτρινες πλάκες με ιερογλυφικά.
Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες του Μεξικού Έκταση: 1.972.550 τ. χλμ. Πληθυσμός: 97.483.412 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Πόλη του Μεξικού (8.591.309 κάτ. το 2000)
Dictionary of Greek. 2013.